United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μάστρο-Γιάννης ο Σκούφος, ή ο «Λογαριασμός», δεν ήξευρε, πράγματι, να λογαριάση καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε πόσα κάνουν τέσσαρα ή πέντε ή έξ μεροκάματα της εβδομάδος προς μιαν και 75 η μίαν και 80διότι τόσα έπαιρνεν ως τρίτης τάξεως μαραγκός. Όταν ενίοτε, ως καλαφάτης, επληρώνετο προς 2.35 ή 2.40, πάλιν δεν είξευρε να τα λογαριάση.

Άρχισε να βαραίνη τώρα ολόγυρα η λύπη που τη σέρνει πίσω του το κάθε γλέντι, η κάθε δυνατή χαρά Ο ήλιος έκατσε, δεν πάμε να κάτσωμε κ’ εμείς σε κανένα ζαχαροπλαστείο; ξεροστάλιασα στα πόδια μου! είπε ο «χοντρέλης» που τον έλεγαν Περικλή κ’ ήτονε μαραγκός.

Αν έλειπεν αυτή, θα τον εγελούσαν καθημερινώς· ποτέ δεν θα του έδιδαν σωστόν τον κόπον του εις τα πλοία, εις το καρινάγιο ή εις τον ταρσανάν, όπου ειργάζετο ως μαραγκός ή ως καλαφάτης. Είχεν υπάρξει επί μακρόν χρόνον μαθητής και κάλφας του πατρός της, εξασκούντος την ιδίαν τέχνην. Όταν τον είδεν ο γέρων τόσον απλοϊκόν, ολιγαρκή και μετριόφρονα, τον εξετίμησε, και απεφάσισε να τον κάμη γαμβρόν.

Να κόψουμε μια λεύκα. — Να πάρουμε φλαμούρι να κάμουμε καράβι. — Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα. — Εσύ θα είσαι μαραγκός, κ' εγώ πρωτομάστορας. — Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μία φωνή. Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τετάρτην φοράν από την κρύπτην.

Όλοι οι φίλοι και οικείοι του δεν ημπόρεσαν τότε να εννοήσουν την αποποίησιν αυτήν του Νίκου. Αλλ' ο άνθρωπος, καθώς φαίνεται εκ των ύστερον γνωσθέντων, ίσως είχεν έγκλημα εις την συνείδησίν του. Ευθύς ύστερον εξενιτεύθη, και αφού έμεινεν επ' ολίγον καιρόν εις τους αρσανάδες του Αγίου Όρους, εργαζόμενος ως μαραγκός, απήλθεν εις μίαν παραθαλάσσιον πόλιν της Θράκης, όπου αποκατεστάθη.

Μυαλό δεν έχουν, αυτός ου κόσμους, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ. Τώρα οι αθρώποι γεινήκαν απόκοτοι. — Να είχανε τάχα τίποτα κ'μπάνια μαζί τσ'; είπεν η παπαδιά. — Ποιος του ξέρ'; είπεν η θειά το Μαλαμώ. — Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια, υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειαίς στένουν για τα κοτσύφια.

Ήτο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και είχεν αφήσει την καλήν νύκτα ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ' ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπάρμπα-Στεφανή τον Μπέρκον, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά. — Καπετάν-Στεφανή, είπεν ο ιερεύς, τι λες, μ' αυτόν τον καιρό, μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο, με τ' βάρκα, από Σταβέτ;

Δεν θα έχης ανάγκην από μάθησιν και σοφίαν γελοίαν, αλλ' η οδός που θα σε φέρη εις την δόξαν θα είνε σύντομος• διότι και κοινός άνθρωπος εάν είσαι, όπως βυρσοδέψης ή παστοπώλης, μαραγκός ή αργυραμοιβός , τούτο δεν θα σε εμποδίση να γίνης περίφημος, αρκεί να έχης αναίδειαν και θράσος και να μάθης καλά να υβρίζης.

Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος. — Τι βοήθεια να τους κάμουνε; είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Από τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο Άη-Θανάσης έγιν' ένα με τα Καμπιά. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ' του Κουρούπη.

— Ε! παπά μ', ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ'. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα. Ο πάπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγένετο ο Πανάγος. — Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως διά ν' αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός.