United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Α, ο αδερφός σου! είπε η κόρη κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση. Εκείνος πήρε τα βιβλία τους μοναχά. Μα εμείς κληρονομήσαμε την ψυχή τους. — Εγώ θαν τα πάρω και τα δυο· είπε ο Δημητράκης με αυτοπεποίθηση· ναι; — Δεν ξέρω... δεν ξέρω... Πώς να το ειπώ το ναι. Δεν ξέρω· ψιθύρισε μακραίνοντας από κοντά του. — Δεν ξέρεις; την ρώτησε κείνος ρίχνοντας τα χέρια του παράλυτα. Ποιος το ξέρει λοιπόν;

Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

Άλλες βάρκες, μέσα στην αυγινή κάλμα, με τα πανιά κρεμασμένα, μάταια πασχίζανε να βρούνε τον καιρό, αργοσαλεύοντας εδώ κ' εκεί στη θανατερή γαλήνη, μακραίνοντας με ράθυμα κουπιά κατά τανοιχτά και καρτερώντας με λαχτάρα ένα καλόβολο σαγανάκι, μέσα στο πηγμένο πέλαγο.

Μπα που να σου κοπή το χέρι! είπε φουρκισμένη· λωλάθηκες, λέω, και δεν ξέρεις τι κάνεις. — Λωλάθηκα, μουρλάθηκα, παλάβωσα, ό,τι θες πες· είπε ο γέρος μακραίνοντας από κοντά της. Μα ψηλά τα χέρια σου! ψηλά τα χέρια σου κ' είνε ντροπής! — Για σένα δεν ήταν ντροπής! είπε η γριά αρπάζοντας ξαφνικά το μπράτσο του. — Ωχ! έκαμε ο γέρος, πιάνοντας το μέλος του με μορφασμό.