United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτι με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί.

Έτσι πέρασαν τα μεσάνυχτα, η ώρα της γύρας ήρθε και σηκώθηκαν όλοι, βγήκαν έξω τραγουδώντας. Οι δρόμοι είταν έρημοι, τα μαγαζιά κλεισμένα, τα σπίτια κατάκλειστα, πήραν τον ένα δρόμο, τον άλλον, όντας στάθηκαν. Αραίωσαν, έπιασαν τ' αγκωνάρια, άλλοι έκατσαν χάμου στο χώμα, άναψαν τα τσιγάρα τους, άφησαν στη μέση το μπουζουκιτζή.

Είχε σπίτια, μαγαζιά, ταβέρνες, αποθήκες· χοντροκαραβοκύρης σωστός. Πηδάω στη σκάλα, σκαρφαλώνω απάνω. Μπρε καλός τον! μπρε καλός των! Ματσμουτσ! Μας παίρνουν τα δάκρυα. Από τα δάκρυα επέσαμε στο τσιμπούκι και τη μαστίχα ώστε να γίνη το φαγί. — Ξέρεις, μου λέγει ο καπετάν Τραγούδας· έχω μέσα και τον ανεψιό μου το Μανωλιό, το παιδί της Ζαφειρένιας!... — Μπα! πού νε το;

Με διέταξε να την ακολουθήσω σε διάφορα μαγαζιά, και όταν το ζεμπίλι μου γέμισε τελείως, γυρίσαμε σε αυτό το σπίτι, όπου είχατε την καλοσύνη να μου επιτρέψετε να παραμείνω, πράγμα για το οποίο θα σας είμαι αιώνια ευγνώμων. Αυτή είναι η ιστορία μου. Κοίταξε ανήσυχα την Ζωηδία, η οποία κούνησε το κεφάλι της και είπε, «Μπορείς να φύγεις· κοίταξε να μην ξανασυναντηθούμε

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Περνούσε από τις γειτονιές ο Λαζαράκης να κατεβή στο παζάρι και τα παιδιά τρέχανε από πίσω του και φωνάζανε: «Ο καμπούρης, ο καμπούρηςΈμπαινε στα μαγαζιά ο Λαζαράκης να ρουφήξη κανένα κρασάκι, και οι παρέες του φωνάζανε: «Ε ! Λαζαράκη, βάρδα μη μας ρίξης τη λάμπα». Σήκωνε τα μάτια του να κυττάξη καμμιά όμορφη ο Λαζαράκης και τα κορίτσια μπήγανε τα γέλια: «Της την έκαψες την καρδιά, Λαζαράκη.

Αράδιασε τέσερες καρέκλες στον τοίχο, στο τραπέζι κοντά. Επήδησε αλαφρά από το πάλκο κάτω. Ήρθε δυο τρία βήματα μπροστά. Εξαναγύρισε, και το καμάρωσε. Όξω τάλλα μαγαζιά κατάκλειστα. Όλοι εμαζέφτηκαν ενωρίς στα σπίτια τους, να δειπνήσουν για νάρθουν.

Είναι ολίγοι χρόνοι ακολούθησεν αυτός, που ευρίσκονταν εις την Δαμασκόν ένας γέροντας πραγματευτής, ονόματι Βανάης· είχεν αυτός ένα ευμορφώτατον σπήτι με δύο μαγαζιά γεμάτα από πανιά της Ινδίας, και άλλα διάφορα μεταξωτά πλούσια· είχε και μίαν νέαν γυναίκα, που εις την εμορφιά ημπορούσε να παρομοιασθή με εκείνην της Ρετζίας.

Αχ, δεν τα μεγαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κ' οι πραματευτάδες, κ' οι αρχόντοι, κ' οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες. Από τον Παράδεισο του παπά Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ Διαμαντή την ταβέρνα. Κ' έτσι περνάει και ξεχνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κ' η ζωή.