United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μάντεψε η γριά. Ο Μιχάλης, μεθυσμένος τώρα όχι από κρασί παρ' από τον ερεθισμό τέτοιας ματοκύλιστης μέρας, είνε αλήθεια πως δεν πολυπονούσε αυτή την ώρα η καρδιά του. Σαν πυργώση ένα κακό, φεύγει ο ψυχόπονος κ' έρχεται η αφοβιά της απελπισιάς. Τέσσερα φονικά μέσα σε μια μέρα, και τα δυο από το τουφέκι του, και τόνα αδερφικό, κι ως τόσο σίδερο η καρδιά του. Ταυτί του δεν έδρωνε.

Εν τούτοις έχοντα όπισθεν αυτών την απειλήν και έμπροσθεν την δυστυχίαν, επροχώρουν πάντοτε θραύοντα διά των γυμνών ποδών των τα βρωμερά τέλματα και τρέποντα εις φυγήν σμήνη ελειογενών παρασίτων. . . Αίφνης η Μάρω εστάθη και ητένισε μειδιώσα τον αδελφόν της. — Τι γελάς; ηρώτησεν ούτος, απορών. — Μάντεψε. — Πού ξέρω 'γώ· μάγο μ' έκαμες; — Εγώ το ξέρω. Κ' εναγκαλισθείσα εφίλησεν αυτόν τρυφερώς.

Θάθελα να τους ρωτήσω σαν τι αρρώστεια έχετε που σας δίνουν τόσα γιατρικά. ΑΡΓΓΑΝ Σιωπή, αμαθεστάτη! Δεν είνε δική σου δουλειά να εξελέγχης τις συνταγές της ιατρικής. Ειδοποίησε την κόρη μου την Αγγελική νάρθη εδώ. Έχω κάτι να της πω. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να την πούρχεται ακάλεστη· θα μάντεψε, φαίνεται, τη σκέψι σας. ΑΡΓΓΑΝ Έλα κοντά, Αγγελική. Ήρθες απάνω στην ώρα. Ήθελα να σου μιλήσω για κάτι.

Σήκωσα τα μάτια επάνω της, εγώ το σκουλήκι, εγώ ο υπηρέτης. Εκείνη τότε εκμεταλλεύτηκε την συμπάθια που της είχα, με χρησιμοποίησε για να το σκάσει…. Κι εκείνος, ο πατέρας, τα μάντεψε όλα. Κι ένα βράδυ θέλησε να με σκοτώσει. Αντιστάθηκα και με μια πέτρα τον χτύπησα στο κεφάλι.

Και φθάνοντας εκεί ο Απόλλων με διώχνει, ανάξιος λέγοντας τάχα πως είμαι απάντησι σε όσα ρωτώ, καμμιά να λάβω. Άλλα όμως φοβερώτερα μάντεψε ο Φοίβος. Πως τάχα με τη μάνα μου το αίμα θα σμίξω και γενεάν αισχρότατη στο φως θα φέρω, και του πατρός μου πως φονιάς μέλλω να γείνω.