United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μολονότι έχει ορισθή εις τας σπονδάς να λύωνται αι διαφοραί φιλικώς και να διατηρώμεν εκάτεροι όσα έχομεν, οι Λακεδαιμόνιοι ούτε εζήτησαν ποτε διαιτησίαν ούτε ότε ημείς επροτείναμεν την εδέχθησαν, αλλά προτιμούν να λύσουν τας έριδας μάλλον διά πολέμου ή διά των λόγων, φέροντες ενταύθα ουχί αιτιάσεις αλλά διαταγάς.

Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις, και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180 και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν, εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης, υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185 κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν. άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους, αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιάτον νου του. τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190 ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης, 'που υψόνεται ολομόναχητην μέση απ' άλλα όρη.

Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, ν' αναπαυθούμ' επέσαμετην άκρα της θαλάσσης, εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 560 και τότε των συντρόφων μου παράγγειλατα πλοία νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν, εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο 565 πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.

Προσέταξαν δε αυτούς να μη ναυμαχήσουν προς τους Κορινθίους, εκτός εάν ούτοι θελήσουν να πλεύσουν κατά της Κερκύρας και πρόκειται να αποβιβασθούν εις την νήσον ή είς τινα λιμένα αυτής· εις ταύτην μόνον την περίπτωσιν ώφειλον να τους εμποδίσουν διά παντός τρόπου. Προσέταξαν δε ταύτα ίνα μη λύσουν τας μετά των Λακεδαιμονίων σπονδάς. Και τα μεν πλοία φθάνουν εις την Κέρκυραν.

Και επί έξ μεν έτη και μήνας δέκα απέσχον αμφότεροι πάσης εναντίον της χώρας αλλήλων εκστρατείας, ενώ διήρκει όμως η αβεβαία αυτή ανακωχή, έβλαπτον έξωθεν αλλήλους παραπολύ μέχρις ου τέλος ηναγκάσθησαν να λύσουν τας μετά τα δέκα έτη του πολέμου σπονδάς, και να αρχίσουν εκ νέου πόλεμον φανερόν.

Κι' ο Βασιληάς Μάρκος, συλλογιζότανε τα περασμένα, κ' έλεγε μέσα του: «Μεγάλη γνώσι δείχνει τούτο το σκυλί που κλαίει έτσι τον αφεντικό του. Μήπως δα υπάρχει κανείς σ' όλη την Κορνουάλλη που ναξίζη το νύχι του ΤριστάνουΤρεις βαρώνοι ήρθαν στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, διατάχτε να λύσουν τον Χουσδάν. Θα ιδούμε αν κάνη έτσι γιατί πεθυμάει τον κύριό του.

Και δεν είχε άδικον. Ουδέποτε πλέον του εδόθη η παραμικρά αφορμή παραπόνου κατά της συζύγου του. Τα σχόλια δεν έλειψαν και επί του ζητήματος τούτου. Το εβασάνισαν ποικιλοτρόπως, χωρίς εννοείται να το λύσουν. Μετά τινας ημέρας ο γέρων Φ. με λέγει. — Δε ξέρεις δα· σήμερα ωμίλησα διεξοδικώς με τον σκεπτικόν μας περί προλήψεων και μου εφάνη πως άρχισε ν' αλλάζη γνώμην. Πώς; ηρώτησα.

Ο Νειόγαμπρος είχε στεφανωθή την προ πέντε εβδομάδων Κυριακήν, και ο γάμος δεν είχε σαραντήσει ακόμα. Επί δύο ώρας ο Καλούμπας και ο Νειόγαμπρος επερίμεναν τον Μπαμπούκον πότε να έλθη διά να λύσουν την μπαρούμαν καί αποπλεύσουν. Επί δύο ώρας ο Μπομπούκος έτρεχεν από βράχον εις βράχον, από μονοπάτι εις κρημνόν, κυνηγών τον υιόν του τον Πάπον. Οι άλλοι δύο υιοί του γέρο-Μπαμπούκου έλειπαν.