United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διατί εν τούτοις να μη ζητηθή η συμβουλή της; Ήτο άνθρωπος με νουν και πείραν, και ικανή να εξεύρη τρόπον προς αντιμετώπισιν πάσης δυσκολίας. Προς στιγμήν ο Λιάκος απεφάσισε να προστρέξη εις αυτήν.

Όπως δήποτε, εξ αυτών επληροφορήθη ο Κ. Πλατέας ότι ο Κ. Λιάκος ήτο ερωτευμένος προ τριών ήδη ετών, αφότου δηλαδή ήλθεν εις Σύραν, ότι έκτοτε απεφάσισεν ή την νεωτέραν θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους ν' αποκτήση ως γυναίκα, ή ουδέποτε να νυμφευθή, ότι μόλις πρό τινων μηνών ηδυνήθη να εννοήση ότι υπάρχει αμοιβαιότης αισθημάτων, ότε πρώτον κατώρθωσε να ίδη υπό στέγην φιλικής οικίας την νέαν και να της ομιλήση.

Ο Λιάκος εύρε την εξαδέλφην του καταγινομένην εις το να μετασχηματίση το περυσινόν φόρεμα του πρωτοτόκου της, πολύ στενόν ήδη δι' εκείνον, εις νέον ένδυμα διά τον υστερότοκον, διά τον οποίον το κατεσκεύαζεν, εκ προθέσεως, ικανώς και πάλιν πλατύ.

Εκεί η οργή του κατεπραΰνθη, αλλ' εξηκολούθει επαναλαμβάνων καθ' εαυτόν τας σκληράς λέξεις της Φλουρούς, καθόσον δε τας επανελάμβανε, του εφαίνετο ότι δεν έχει όλως άδικον η υπηρέτριά του. Και ανελογίζετο την πρώτην διαβεβαίωσιν του Λιάκου, ότι ουδέποτε τον έλαβεν υπ' όψιν ως γαμβρόν, και τας υπεκφυγάς του Κ. Μητροφάνους. Και τώρα, ιδού, ο Λιάκος δεν επέστρεψεν εισέτι.

Ο Λιάκος εμειδίασεν, αλλ' ο Κ. Πλατέας ωσάν να ησθάνθη είδος ζηλοτυπίας διά την δοθείσαν εις την εξαδέλφην προτίμησιν. — Αφού την θέλεις και σε θέλει, επανέλαβε μετά τινα διακοπήν των ερωταποκρίσεων, διατί δεν την ζητείς εις γάμον; — Την εζήτησα. Προ μιας εβδομάδος έστειλα την εξαδέλφην μου εις τον Κ. Μητροφάνην. Αλλά... — Τι αλλά; Πού θα εύρη καλλίτερον γαμβρόν; Δεν ηρνήθη!

Το εφίλησες; ηρώτησεν ο Λιάκος. — Και βέβαια, το εφίλησα! — Και τι σου είπε, τι της είπες; — Πού να σου τα λέγω τώρα όλα! Τι δεν της είπα και τι δεν μου είπε! Και ταπεινώσας την φωνήν. — Ηξεύρεις τι μου είπεν; επρόσθεσεν. Ότι είναι ευγνώμων και ευτυχής, διότι την ζητώ εις γάμον από αίσθημα φιλίας προς σε, διότι ο καλός φίλος θα είναι και καλός σύζυγος.

Αλλ' εάν εβαρύνετο ενίοτε διά τούτο τον Κύριον Πλατέαν, δεν ηδύνατο όμως ο Λιάκος να μένη αναίσθητος εις τοιαύτην λατρείαν. Ο καθηγητής των Ελληνικών προσεκολλήθη τοσούτον εις τον νέον πρωτοδίκην, ώστε κατήντησε και ο δεύτερος να θεωρή τον πρώτον ως μέρος αναπόσπαστον της υπάρξεώς του. Η καθημερινή σχέσις επέφερε φιλίαν, ήτις τους συνέδεσε στενώς, ει και κατά πάντα ανομοίους.

Τον ετήρει μάλιστα ως προς τον σωτήρα του μετά τοσαύτης υπερβολής, ώστε ο Κ. Λιάκος, χωρίς βεβαίως να μετανοήση ότι έσωσε τον καθηγητήν, ελάμβανεν όμως συχνάκις αφορμήν να λυπηθή, διότι δεν συνέπεσεν αντ' αυτού να ευρεθή άλλος τις κατ' εκείνην την ώραν λουόμενος εκεί, προς τον οποίον ο Κ. Πλατέας να οφείλη την ζωήν του. Αι εκδηλώσεις της ευγνωμοσύνης του απέβαινον επί τέλους οχληραί.

Ο Κ. Πλατέας εκτύπησε το μέτωπόν του διά της ανοικτής παλάμης. — Πού έχω τον νουν! ανέκραξε. Με συγχωρείς, αδελφέ. Από τα οπίσω καθώς τας έβλεπα τώρα, δεν διακρίνονται, και ελησμόνησα ότι της μεγαλειτέρας το πρόσωπον δεν εμπνέει τον έρωτα. Η μικρά όμως... δεν σου λέγω! Είναι νοστιμωτάτη! Η εκλογή σου καλή! Ο Λιάκος ήκουε σιωπών.

Την Κυρίαν * με το κοπάδι των μικρών της και τον έμπορον... πώς τον λέγουν;... τον Κύριον Μητροφάνην, με το ζευγάρι του. Ο Κ. Λιάκος έμαθεν ό,τι επεθύμει, χωρίς να προδώση εις τον φίλον του τον κρύφιον σκοπόν των ερωτήσεών του. Αλλά το κατόρθωμα δεν ήτο μέγα. Ο Κ. Πλατέας δεν είχε την οξυδέρκειαν του Λυγκέως, συνήθως δε πέρα της αμέσου περί αυτόν επιφανείας δεν έβλεπεν.