United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έφερνε κρυμένα κάτω από το φόρεμά της τα σημάδια της εγχείρησης και δεν της λείψανε ποτέ οι πόνοι, μόνο τους λησμονούσε βιάζοντας τον εαυτό της, για να δίνη τη χαρά της ζωής σε κείνους που αγαπούσε, στα παιδιά της και σε με. Θυμούμαι όμως πόσο νωρίς είδα εκείνο το κάτι, που για να λησμονηθή έγινε όλη η συζυγική ζωή μας μια πάλη ατέλειωτη.

Μα όταν ερχόταν η άνοιξη και το νερό άρχιζε να τρέχη από τη στέγη στην αυλή, ο Σβεν λησμονούσε όλα τάλλα, εξόν από το πως είταν ένα μικρό αγόρι, που ήθελε να πηγαίνη βαθιά στο δάσος.

Αν ήταν ένα ή δυο χρόνια μεγαλείτερη θα την έστελνα εις την πόλι να βολευθή. Φρόνιμη και προκομμένη καθώς που είνε, θα εύρισκεν εύκολα μια καλή θέσι, και δεν θα λησμονούσε και τους πτωχούς ανθρώπους που την αναθρέψανε, όταν δεν θα έχω πλέον δύναμι να κόπτω ξύλα ούτε συ δάκτυλα να πλέκης». Η Μηλιά εκαμώθη πώς δεν άκουσε τίποτες.

Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα• χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420 δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου ταις τρίχαις απαρχήτο πυρ• και των θεών ευχόνταντο σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας. του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει, σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425 οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν, και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος, και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξετην φλόγα• και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430 τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.

Ο Σιφογιάννης πέρασε όλο ταπόγεμα σταμπέλι του· κιόλη την ώρα καταγινότανε σε διάφορες μικροδουλιές, αλλά πραγματικώς δούλευε το μυαλό του και βασανιζότανε νάβγη από το φοβερό αδιέξοδο, που τον είχε βάλει ο Μόχογλους. Και τρόπο να γλυτώση δεν εύρισκε. Μόνο μια ελπίδα είχε· ότι ο Αγάς ήτο μεθυσμένος, ότι το μεθύσι του τον έβγαλε σαυτό που τούκαμε κιότι την άλλη μέρα θα το λησμονούσε.

Αλλοίμονο! δυο ολόκληρες χρονιές, κανένα νέο δεν τούρθε από την Κορνουάλλη, ούτε καλό ούτε κακό. Τότε πίστεψε ότι η Ιζόλδη δεν τον αγαπούσε πεια και τον λησμονούσε. Λοιπόν συνέβηκε μια μέρα, καθώς εκάλπαζε με μόνο τον Γκορνεβάλη, να μπη στη χώρα της Βρεττάνης. Πέρασαν μια πεδιάδα λεηλατημένη.

Είπε, κι' ο γέρος χάρηκε και τ' απαντάει διο λόγια 424 «Δε μετανιώνει ο άθρωπος ποτές του αν τιμημένα 425 προσφέρνει δώρα στους θεούς, τι δα — η καλή του η ώρα! — κι' ο γιος μου μες στον πύργο μας ποτές δε λησμονούσε τους τρισμακάριστους θεούς π' απ' τα ουράνια βλέπουν, και δες, του το μνημόνεψαν και σαν τον βρήκε ο χάρος.