United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΕΟΝΤ. Και όμως αν μ' έβλεπες με τα όπλα μου δεν έχω αμφιβολίαν ότι θα μ' ερωτεύεσο. ΥΜΝ. Και μόνον που σε ακούω, Λεόντιχε, μου έρχεται αναγούλα και μου φαίνεται ότι βλέπω τους σκοτωμένους και μάλιστα τον κακομοίρη το λοχαγό με τη κεφαλή σχισμένην εις δύο.

ΛΕΟΝΤ. Εγώ όμως με θάρρος επροχώρησα εις το μέσον, ωπλισμένος όχι χειρότερα από τον Παφλαγόνα, αλλά κατάχρυσος και εγώ, ώστε ήλθε βοή θαυμασμού και από το μέρος των δικών μου και από το μέρος των βαρβάρων• διότι και εκείνοι άμα με είδαν με εγνώρισαν, προ πάντων από την ασπίδα, από τα φάλαρα και το λοφείον. Για πες, Χηνίδα, με ποίον τότε με παρωμοίασαν όλοι;

Είχα δε την κεφαλή του καρφωμένη επάνω στη λόγχη μου και ήμουν λουσμένος από το αίμα. ΥΜΝΙΣ. Φρίκη! Μ' αυτά τα φοβερά και αηδή πράμματα που διηγείσαι περί του εαυτού σου, Λεόντιχε, και με την ευχαρίστησι που φαίνεται ότι σου προξενεί το αίμα, ούτε να σε κυτάξη κανείς μπορεί, όχι να πιή και να κοιμηθή μαζή σου. Λοιπόν εγώ φεύγω. ΛΕΟΝΤ. θα σου δώσω διπλή πληρωμή.

ΛΕΟΝΤ. Και τα δύο είνε δύσκολα, αλλά προτιμώ την Υμνίδα. Πήγαινε λοιπόν να της πης ότι ήσαν ψέμματα, αλλ' όχι όλα. Δωρίων και Μυρτάλη. ΔΩΡΙΩΝ. Τώρα με διώχνεις, Μυρτάλη, που έγεινα φτωχός εξ αιτίας σου. Όταν σου κουβαλούσα τόσα και τόσα, ήμουν αγαπητικός, ήμουν σύζυγος και κύριος, ήμουν άνδρας και αφέντης, ήμουν τα πάντα.

ΥΜΝ. Αυτά να πας να τα λες σε τίποτε ανδρογυναίκες από τη Λήμνο ή Δαναΐδες, αν εύρης• εγώ φεύγω να πάω στη μητέρα μου τώρα που είνε ακόμη μέρα. Έλα και συ μαζή μου, Γραμίτσα• συ δε χαίρε, λαμπρέ χιλίαρχε και φονηά όσων θέλεις. ΛΕΟΝΤ. Μείνε, σε παρακαλώ, Υμνίς, μείνε....Έφυγε.

Τι νομίζεις; Αν σ' έβλεπα την ώρα εκείνη και να δω τους σκοτωμένους πεσμένους κάτω, έχω την ιδέαν ότι θα πέθαινα, εγώ που ούτε πετεινόν δεν είδα ποτέ μου να τον σφάζουν. ΛΕΟΝΤ. Τόσον δειλή και μικρόψυχη είσαι, Υμνίς; Εγώ ενόμιζα ότι θα ηυχαριστείσο ν' ακούσης αυτάς τας διηγήσεις.

ΧΗΝΙΔΑΣ. Μήπως έδειξες ολιγωτέραν ανδρείαν, Λεόντιχε, εις την Παφλαγονίαν, όταν εμονομάχησες με τον σατράπην : ΛΕΟΝΤ. Καλά που μου το θύμησες, διότι δεν ήτο μικρόν κι' εκείνο το ανδραγάθημα. Ο σατράπης ήτο πελώριος κι' εθεωρείτο πολύ δυνατός εις τα όπλα.

ΛΕΟΝΤ. Όταν συνεπλάκημεν, ο βάρβαρος με επλήγωσε πρώτος ελαφρά• μόλις με άγγισε το κοντάρι του λίγο παραπάνω από το γόνατον• εγώ δε αφού με τη λόγχη διεπέρασα την ασπίδα του, τον εκτύπησα εις το στήθος και η λόγχη τον επέρασε πέρα και πέρα. Έπειτα ώρμησα και του έκοψα την κεφαλήν με την σπάθην, επήρα τα όπλα του και επέστρεψα εις το στρατόπεδον.

ΧΗΝ. Τι ήθελες να κάμω; Αφού έβλεπα ότι ήθελες να κόβης κούρες, σ' εβοήθησα. Αλλά συ το παράκαμες. Καλά, έκοψες την κεφαλήν εκείνου του κακομοίρη του Παφλαγόνος• τι ήθελες να την καρφώσης κι' επάνω στη λόγχη και να στάζη πάνω σου το αίμα; ΛΕΟΝΤ. Αυτό αλήθεια είνε βρώμικο, Χηνίδα, και έπρεπε να περιορισθώ εις τα άλλα, τα οποία ήσαν καλά φτιασμένα.