United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι παλιοί κολλήγοι του Ευμορφόπουλου σκόρπισαν από το χτήμα σαν του λαγού τα παιδιά. Ένας με τον άλλον πήραν όλοι τα μάτια του· Άλλοι πήγαν και ρογιάστηκαν σε γειτονικά χτήματα, άλλοι τράβηξαν πάρα πέρα, γυρεύοντας τύχη. Κ' έκαναν ό,τι δουλειά εύρισκαν άλλοι ζευγάδες, άλλοι βοσκοί, άλλοι ψιλικατζήδες, χαλκιάδες, και καλόγεροι ακόμα.

Και δε φοβάσαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια, Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους κόπους, τα ποτάμια, Και δίνεις μ’ ευχαρίστηση και προθυμιά μεγάλη Διαμάντια για τους κόπους μου, φλωριά για τες ορμήνιες, Πετάξου σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια, Σε ποταμούς και σε λακκιές και φέρε μου στην ώρα, Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο , Τρία περόνια γύφτικα , μια πιθαμή καθένα, Φκιασμένα τα μεσάνυχτα, αυγό μονομερίδας, Χολή οχιάς φαρμακερής, χελώνας αντεράκια, Μάτι σκορπιού κατάμαυρο, κατώχειλο γουστέρας Ποδάρια αράχνης κυβουριού, αγκάθι σκαντζοχοίρου, Κοιλιά γεμάτη σκουληκιού, τομάρι μαύρου άσβου, Αρκούδας ζέρβικο νεφρό, με ξύγγι σκεπασμένο, Σκυλλόδοντο λυσσάρικου και λιμασμένου λύκου, Μύτη κοράκικου σκυλλιού, λιάρας νυφίτσας σπλήνα, Σερνικοθήλυκου λαγού αυτί ριζοκομμένο, Μυαλό γαλάρας αλεπούς, αγριόγατας συκώτι, Κοράκου κόκκαλο ζερβί, πλεμόνι κουκκουβάγιας, Μπούφου κατάμαυρου καρδιά, βυζάκι νυχτερίδας, Νύχι δεξί χαμόρραγκα, λαρύγγι γουρουνίσιο, Γλώσσα από κίσσα θηλυκή, σκουτί πο πεθαμμένο, Τρεις τρίχες πο της Κορασιάς τες μακρειές πλεξίδες, Και σε κακάβι αγάνωτο, παλιό, χαλκωματένιο.

Ό,τι δε προ πάντων με λυπεί από την διαγωγήν σου είνε η αχαριστία, διότι εγώ δεν εξαρτώ την ευτυχίαν από μερίδα αγριοχοίρου ή λαγού ή γλυκίσματος, τα οποία απολαμβάνω άφθονα εις τα τραπέζια άλλων γνωριζόντων τα καθήκοντά των. Και σήμερον ακόμη είχα κληθή παρά του μαθητού μου Παμμένους εις γεύμα πολυτελές, αλλά δεν εδέχθην προς χάριν σου ο ανόητος.

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκέπαζε ο γεροπλάτανος, καθότανε η αγάπη του. Με του λαγού την περπατησιά έφτασε ο κυνηγός στο στρογγυλό λιθάρι. Η βοσκοπούλα είχε ξαπλωμένο το άπλερο κορμί της απάνω στο λιθάρι κι' ακουμπούσε το ξέγνοιαστο κεφάλι απάνω στη γέρικη φλούδα του πλάτανου.

Ημέραν τινά, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ο Βούργαρης, ένας αστείος χωρικός, τον επλησίασε με τρόπον και αιφνιδίως δι' όλης του της πνοής εξεφύσησε δούπον βροντώδη, πουφ! Ο δε Μανώλης, εκταραχθείς ως αίλουρος, ανεπήδησε και ετράπη εις φυγήν, ενώ κατόπιν αυτού οι χωρικοί ανεκάγχαζον και εκραύγαζον, όπως κατόπιν λαγού φεύγοντος και καταδιωκομένου υπό σκύλων: — Ου, μωρέ, πιάσ' τονε!

Βγήκε, πέρασε από το Καπελιό, κι αφού συναγροικήθηκε με μερικούς άλλους, τράβηξε κατά τα Τούρκικα, από τόπους αδιάβατους πάντα, με σωστή λαγού περπατηξιά. Χώθηκε ανάμεσα στα πλοκάμια ενός βάτου, ως διακόσια βήματα από του Σουλεημάνη τα δέντρα. Μάζευαν ελιές οι μαζώχτρες τους. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνουνταν πουθενά.

Η Πηγή εστράφη πάλιν προς την εστίαν και εξηκολούθησε να φυσά διά νανάψη το πυρ. Ο δε Στρατής, εξακολουθών να πλύνη το τουφέκι, έλεγε προς τον Μανώλην ότι είχεν ανακαλύψη τα ίχνη ενός λαγού και θα μετέβαινεν το βράδυ να τον παραφυλάξη εις το φως της σελήνης.

Έχεις την χαίτη λειονταριού και το κεντρί της σφήκας; έχεις πτερά του παγονιού και του στρουθοκαμήλου, ή του προβάτου το μαλλί, το γάλα της κατσίκας, τα δόντια του ελέφαντος, το στόμα κροκοδείλου; Έχεις το χιλιμίντρισμα εκείνο της φοράδας; έχεις λαγού περπατησιά και κάβουρα ποδάρια, ή του ξιφία την ουρά, ή καν της σουσουράδας, ή καν της πίνας το φαγί και τα μαργαριτάρια;

Ο δε Πτολεμαίος ο Λάγου, βασιλεύς της Αιγύπτου και εκ των ευτυχεστέρων ηγεμόνων της εποχής του, έζησεν ογδοήκοντα τέσσαρα έτη, και δύο έτη πριν αποθάνη παρέδωκε την βασιλείαν εις τον υιόν του Πτολεμαίον τον επονομαζόμενον Φιλάδελφον, όστις μόνος εκ των αδελφών εκληρονόμησε την πατρικήν βασιλείαν.

Ο ξακουστός πατέρας του, ο Πτολεμαίος του Λάγου, δείχνονταν πάντοτ' άξιος έργα τρανά να κάνη, που μήτε να τα στοχασθούν οι άλλοι δεν μπορούσαν. Εκείνος αξιώθηκεν αθάνατος να γίνη και στα παλάτια του Διός θρόνος χρυσός του εστήθη.