United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε απαντάει ο Βρύπυλος, ο λαβωμένος άντρας «Όχι, άρχοντά μου Πάτροκλε, ολπίδα πια οι Αργίτες δεν έχουν, μον μες στα γοργά θα πέσουνε καράβια· γιατί όλοι εκείνοι, όσοι είταν πριν οι πιο καλοί μας, όλοι 825 σακατεμένοι κοίτουνται στα πλοία από κοντάρι ή σπάθα οχτρών, και πάντα αφτών πληθαίνει η δύναμη τους.

Μοσχαδώ, Μοσχαδώ! βογγούσε με βραχνιασμένη φωνή.. Δυο ανθρώποι ζυγώσανε τρομαγμένοι. — Μωρέ τ' είν' εδώ; Ποιος βογγάει; — Κανένας λαβωμένος! είπε ο ένας στον άλλον. Ο ένας άναψε ένα σπίρτο κ' έσκυψε να δη. Σαν έφεξε και είδε, έβαλε τα γέλια. Σήκωσε το χέρι και φασκέλωσε: — Εσύ 'σαι, Μπαρμπα-Δημητρό; Μπα, κακό χρόνο νάχης! Και τραβήξανε το δρόμο τους. Πρωί-πρωί πήγα να τον δω στη φυλακή.

— « Δεν είταν μήτε δέκα, μήτε κι’ εκατό... » Είταν εφτά χιλιάδες κι’ ίσως πλειότεροι... » Για το Χριστό χιλιάδες πέντε σκότωσα, » Και δυο χιλιάδες άλλες για την Παναγιά... » Κι’ απ’ τες εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε, » Πούχε λαγού πηλάλα, πόδι ζαρκαδιού, » Κι’ εκείνος λαβωμένος και με λάβωσε... » Να τους κι’ ακόμα χίλιοι, πώφτασαν εκεί, » Με πιάσαν λαβωμένο και με δέσανε, » Και μιαν ακέρια μέρα με παιδέψανε». ................................................

Ο βασιλεύς όμως με το να έμεινε λαβωμένος, δεν έλειψε να ξαναγυρίση την ακόλουθον ημέραν εις τον Αλή· και με τούτον τον τρόπον έκαμε διά πολλάς ημέρας·, και με το αίτιον διά να ιδή τες ζωγραφιές, έμβαινεν εις όλους τους οντάδες, και με εύμορφον τρόπον έμβαινε και εις εκείνον που εγώ ευρισκόμουν.

Διήλθομεν εις την οδόν Αθηνάς. Δύο-τρεις πιστολιαίς, ακουσθείσαι, συνετάραξαν την συνοικίαν. Παρακάτω ηκούομεν. «Δυο στον τόπο και ένας λαβωμένος».

Όρθιος εφτύς σηκώθηκε ο γέροςσαν τον είδε645 οχ το λαμπρόφτιαστο σκαμνί, κι' απ' το δεξύ το χέρι τον πήρε και τον έμπασε και τούλεγε να κάτσει. Μα του Μενοίτη πάλι ο γιος δεν ήθελε και τούπε «Δεν κάθουμαι όχι, γέρο μου, δέν ώρα για καθήσι. Δύστροπος πάντα ο αρχηγός, και μ' έπεψε να μάθω πιος λαβωμένος είναι αφτός που φέρνεις· μα τον βλέπω 650 και τον κατέχω μόνος μου, το βασιλιά Μαχάο.

Εφύσαε στα ζωντανά και στα χορταρικά παντού, ζωή και δροσιά και χαρά και νειότη. — Νάτα! είπ' ένας μακελάρης ξάφνου. — Νάτα! μου λέει κι ο φίλος πλάι, αναπηδώντας δίπλα μου σα λαβωμένος λαγός. Ακούστηκε τόρα φοβερό ποδοβολητό καταπέρα, κ' ετίκλωσε μες τις ελιές ο αέρας από σύγνεφα μπουχούς. Κολώνες ουρανοθεμέλιωτες εσηκώθηκαν στον κάμπο κάτω ασβόλες και χώματα, σαν από φριχτό σιφουνικό.

Και αφού καταλεπτώς τα εθεώρησε μένει θαυμασμένος με μίαν τέτοιαν γλυκείαν και ωραίαν μορφήν και με όλον που την εκύτταξε με κάποιαν αντίρρησιν, έμεινε τέλος πάντων λαβωμένος από την ευμορφιάν της. Μία σύγχυσις αιφνίδια τον περιπλέκει χωρίς να την απεικάση· τι φλόγα λέγει έξαφνος με καίει; ποίαν σύγχυσιν προξενεί εις τες αίσθησές μου ετούτη η εικόνα.

Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψη, κ' ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κοίτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε; Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαεί που μαγείρευα. Τους αφίνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πηγαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωργάκη μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ως κ' η άκρη φαρμακωμένη! ΟΛΟΙ Ω! Προδοσία, προδοσία! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Προφθάστε, ω φίλοι· μόνον λαβωμένος είμαι. ΛΑΕΡΤΗΣ Ό,τι του ανήκει έλαβε· τα φαρμάκι αυτός το 'χει ετοιμάση. Μεγαλόψυχε Αμλέτε, τώρα μεταξύ μας ν' αντισυγχωρηθούμε· επάνω σου ας μη πέση ο θάνατός μου, μήτ' εκείνος του πατρός μου, και μήτε ο θάνατός σου επάνω μου.