United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει, λοιπό να βαστούσε ακόμα κάποια κρυάδα αναμεταξύ παλιάς και νέας Ρώμης στα 408, κι αυτό μονάχα θάσωνε να μας ξηγήση το γιατί δεν ανακατεύτηκε ο Ονώριος όταν έμεινε τ' ανατολικό Κράτος σ' ανήλικα χέρια. Είπαν πως ο Αρκάδιος είχε διορισμένο κηδεμόνα του μικρού τον Πέρσο βασιλέα τον Ισδεγέρση. Αλήθεια ψέματα αυτό, αδιάφορο, αφού δεν έγινε.

Σα να τρεμουλιάζουν ταστέρια στην όψη μου. Σα να μουχλιάζη ταγέρι τριγύρω μου. Σβύνουν τα καντήλια και σωπαίνουν οι τρουξαλλίδες. Από το κορμί μου σκορπιέται φαρμακωμένη κρυάδα που τάφος δεν τηνέ γνώρισε. Πώς να με δη, να με σιμώση, και να μη ξαφνιστή ταθώο το πλάσμα, που του είχα και γω μια αγάπη, κι ας είταν αγάπη που ρημάζει καρδιές!

Το πάθος του κυνηγιού φαινόταν ότι αποτελείωσε την κρυάδα πούχε ριχτεί στην αγάπη μου. Και σκεπτόμουν πως αφού η ίδια με συμβούλευε να μη την συναντώ και να την αποφεύγω, τι να κάμω κεγώ; Κέτσι μούδωκε μια πρόφαση, που και μόνος μου ίσως θαύρισκα, για να φαίνωμαι θυμωμένος κιαδικημένος και να της ρίχτω τις αιτίες. Φταίω 'γώ σα δε θέλει να τήνε θωρώ; έλεγα με το νου μου.

Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρά Γιαννού μ', κ' εγύρισε 'πίσω κακά κι' αδέξια . . . Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη . . . Χτυπήθηκε, μακρυά από λόγου σου . . . Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι' ασπασμοί . . . Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμμένη!

Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.

Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα.

Μας πιάνει μια κρυάδα, κοκκαλιάσαμε κι οι δυο. Του λόγου της τα χρειάστηκε μαζί μου. Στρυμωχτήκαμε και οι δυο καταμεσής του μονόξυλου. Άρχιζε να κάνη νερά, και τάζω για λαούτο, να βγάλω το νερό, δεν βρίσκουνταν στο μονόξυλο λαούτο. Σούπα δα! Σα να μας είχε ο διάολος ωρμηνεμένους. Αρχίσαμε να βγάζουμε το νερό με τις απαλάμες μας.