United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα δέντρα τα πυκνά του λόγκου ανάγυρα, οι λεμονιές κ' οι βυσινιές στους κήπους μέσα, κρατώντας πάνω στ' άπειρα κλωνιά τους και στα παγωμένα φύλλα τους γρούπους πυκνούς τα χιόνια τα στεγνά, εφάνταζαν πελώρια μπουκέτα με ονειρεμένους, σαν τα κρίνα κάτασπρους ανθούς, που χέρι θεϊκό αόρατο τα σκόρπισε κάτω στη γη· για να στολίση τους αμαρτωλούς τους κόρφους της, και να δεχτή την άγια και λεφκότερη από τα χιονάτα κρίνα αλήθεια του Θεού, που σε τέτοια βραδιά μέσα μαγικήν κι ονειροφάνταστη γενήθηκε στον κόσμον κάτω.

Ψυχήν αγνήν ωσάν τα κρίνα, των σπουργιτιώνε την αστοχασιά κι' όπως κι' εκείνα, από τον Κύριον να περιμένω να φροντίση και με τι θε να με θρέψη και με τι θα με ποτίση.

Του ήταν αγαπητό το άρωμα χωραφιού φασουλιών κατάβραδα κι ο μυρωδάτος νάρδος που φύτρωνε στα βουναλάκια της Συρίας και το φρέσκο πράσινο θυμάρι, η μαγεία του κρασοπότηρου. Τα πόδια της αγάπης του σαν περπατούσε στο περιβόλι ήταν σαν κρίνα στοιβασμένα πάνω σε κρίνα. Πιο απαλά από τα πέταλα της υπναρούς παπαρούνας ήταν τα χείλη της, πιο μαλακά από τις βιολέττες και σαν τις βιολέττες μυρωμένα.

Δεν το στολίζει μέσα πια το φτωχικό σπιτάκι της άμοιρης Χρηστίτσας, αγνή σαν του Επιτάφιου τα κρίνα, η παρθενιά η αγγελική της λατρεφτής της κόρης. Δεν τομορφίζει τόρα πια η ζηλεφτή της προκοπή και η περίσσια χάρη της.

Ήταν όλα με τάξη και χωρισμένα κ' η μια ρίζα μακριά από την άλλη · μα τα κλαριά τους έσμιγαν ψηλά το ένα με τ' άλλο και μπλέκανε τα φύλλα τους· κ' έτσι φαίνονταν πως κι αυτά ήτανε φτιαστά. Ήτανε και λουλουδιώνε βραγιές, που άλλα τάβγαζε η γις κι άλλα τα φύτευαν τριανταφυλλιές και λαλέδες και κρίνα τα είχανε φυτέψει ανθρώπινα χέρια· γιούλια και μανούσια και γαλατσίδες τάβγαζε η γις.

Μπροστά σου μ' έβγαλε μια μπόρα· στα βάλτα ο νους πού να το βάλη πως θ' άνθιζαν τα κρίνα τώρα; Με πήρες απ το χέρι αγάλι και μου είπες: έλα κάτι μένει· μια βρύση κάπου ήταν κρυμμένη και δρόσισες το μέτωπό μου. Ήτανε τάχα στο ακρογιάλι ή στην πλαγιά τη χιονισμένη; Δε μένει πια στο λογισμό μου παρά η θωριά σου φως λουσμένη.

Γονάτισετην άκρη Του βράχου κ' έγνεψε 'ψηλά. Δεν του 'μιλούν τα χείλη, Μιλάει η καρδιά του, η ψυχή, Μιλάει του Παντοδύναμου, 'μιλάει τα λόγια εκείνα, Οπού τα λένε προσευχή, Αγνά 'σάν τα τριαντάφυλλα, αθώα 'σάν τα κρίνα. Ήταν εκείν' η προσευχή για όλο μας το Γένος. Και τόσος του ήταντην καρδιά, ο πόνος σωρειασμένος Οπού τον έκοψ' ίδρωτας.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Δεν υπάρχει, λες; Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Για πες μας, που υπάρχει τάχα εκείνη; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Στους θεούς. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Πω, πω, πω! ως εδώ φθάνει το κακό;! φέρτε λεκάνη! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Σαχλέ, γεροφαντασμένε! Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Πούστη συ και ντροπιασμένε, — Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ρόδα είν' τα λόγια εκείνα! Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Με βρωμόλογα στο στόμα — Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Μ' εστεφάνωσες με κρίνα.

Προφέρεις μόνον την δροσεράν λέξιν και αύραι μυρίζουσαι ως τα κρίνα, του πόντου τα μυροβόλα φύκη πλημμυρίζουν την καρδίαν σου. Με τα πανιά! Πτερωτός, μυθικός δαίμων, σε αφαρπάζει, ως επί νεφελών, ίνα σε μεταγάγη εις τον δροσερόν των κυμάτων κόσμον, όπου η φύσις ολόγυμνος κολυμβά, αφρός εν αφρώ.

Ωιμέ! που δε μ' εγέννησε με σπάραχνα η μητέρα, νάπεφτα μέσ' στη θάλασσα να σου φιλώ το χέρι αν δε σ' αρέση να φιλώ το γλυκερό σου στόμα· κ' είτε με κρίνα κάτασπρα να σε φιλοδωρούσα είτε με κοκκινόφυλλες κι ώμορφες παπαρούνες. Εκείνα καλοκαίρι ανθούν και τούτες το χειμώνα.