United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα άρχισε να περιγράφει το ναό και τα ανάκτορα του Βασιλιά Σολομώντα. Ο Τσουανατόνι αποκοιμήθηκε κι εκείνος ανιστορούσε ακόμη. Έξω τα καλάμια θρόιζαν τόσο βίαια που έμοιαζε να δίνουν μάχη. Την αυγή, βγαίνοντας από την καλύβα ο Έφις είδε πράγματι εκατοντάδες από αυτά να κρέμονται σπασμένα, με τα μακριά φύλλα τους σκορπισμένα καταγής σαν σπασμένα σπαθιά.

Στροφή Α Ένας Θεός και μόνος Αστράπτει από τον ύψιστον Θρόνον· και των χειρών του Επισκοπεί τα αιώνια Άπειρα έργα. Κρέμονται υπό τους πόδας του Πάντα τα έθνη, ως κρέμεται Βροχή έτι εναέριος Εν ώ κοιμώνται οι άνεμοι Της οικουμένης. Αλλ' η φωνή του ακούεται, Φωνή δικαιοσύνης, Και η ψυχαί των ανόμων Ως αίματος σταγόνες Πέφτουντον άδην.

Είπεν η χήρα η Αλτανού, η χήρα η πενθηφόρος, παραδίδουσα τον Μανωλάκην της εις τον ποιμένα. Σ' αυτόν κρέμονται, γέρω Παππού μου, οι νόμοι και οι προφήται. — Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει! Παρετήρησεν ο γέρω-Παππούς, παίρνων συγχρόνως την πρέζαν του.

Και είνε τόσον σκυθρωπόν και τόσον περιλύπως κρέμονται τα γηραιά του χείλη, ώστε νομίζετε ότι μελετά αυτοκτονίαν. Κατά την διάβασιν του τροχιοδρόμου, ο Αχαμνόων στρέφει προς αυτόν το σκοτεινόν του βλέμμα και έπειτα τα γωνιώδη νώτα του. Μία ηθοποιός θα ηδύνατο να λάβη μαθήματα μεγαλοπρεπούς περιφρονήσεως από το παλιάλογον αυτό. — Τι μαύρα τα νερά αυτής της σούδας!

Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα σωρούς να κρέμονται τα σκέλεθρα κάτασπρα, ετοιμόρροπα, πομπή και γάνα όλων των παλαβών εκείνων που εστηρίχθηκαν στης φαντασίας την ορμή και όχι στου νεύρου τη δύναμι και της σάρκας την αλύγιστη επιρροή.

Η ντόνα Ρουθ σιωπούσε την ώρα που κουβέντιαζαν οι αδελφές της, ίδρωνε όμως ακουμπισμένη στη ράχη της καρέκλας. με τα χέρια να κρέμονται σαν νεκρά στα πλευρά της.

Βλέπεις ότι όλοι κρέμονται από λεπτότατα νήματα• και ο μεν ένας έχει συρθή επάνω και μένει μετέωρος, μετ' ολίγον δε, όταν εκ του βάρους του θα κοπή η κλωστή, θα πέση και θα κάμη μέγαν κρότον• ο δε άλλος κρεμάμενος εις μικρόν ύψος και αν κρημνισθή θα πέση χωρίς κρότον και μόλις οι γείτονες θα πάρουν είδησιν από την πτώσιν του. ΧΑΡ. Πολύ αστεία αυτά, Ερμή.

Για ιδές μαλλιά κατεβατά, ξανθιά σαν το μετάξι, Που κρέμονταιτους πλάτες της και πέφτουν ως το χώμα Σαν καταρράχτης, σαν νερό χρυσό μαλαματένιο. Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό, σαν ήλιος Του Μάρτη, του Μαγιάπριλου, που κρούει 'ςτο κορφοβούνι. Για ιδές μεγάλα, γαλανά και λυγωμένα μάτια, Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη, Λες κ' είνε τόνα ο Αυγερινός και τ' άλλ' ο Αποσπερίτης.

Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι αρπάζουν και κάνα κλαρί. Έτσι κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήση δεν το κόβει ούτε η ρομφαία του Αρχάγγελου. — Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται ; — Κοιμάται· μπορεί να κάμη δίχως ύπνο; Μα εκείνο εστοίχειωσε πια· ζη με τους αιώνες· ποιος ξέρει από πότε: Να ιδής των παλαβών τα κόκκαλα πώς κρέμονται σαν πολυέλαιοι απάνω του! ...

Οπόταν εζούσα εις την Δαμασκόν εν ταις τρυφαίς, ελόγιαζα ποτέ πως θέλω έλθει εις δυστυχίαν; και ερχόμενος εδώ εις Καρακορτάμ ημπορούσα ποτέ να ελπίσω να γένω εκείνος που είμαι; όχι βέβαια· όλες οι ευτυχίες μας και οι δυστυχίες μας κρέμονται από θέλησιν ανωτέραν. Ας ζήσωμεν το λοιπόν κατά πως μας αρέσει, και ας αναμένωμεν τα της τύχης, που δεν ημπορούμεν να αποφύγωμεν.