United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγκαλιαστήτε ερωτικά και γλυκοκοιμηθήτε κι ανάλαφρα ξυπνήσετε και πάλι την αυγούλα. Εμείς θε να ξανάρθωμε μόλις γλυκοχαράξη και κράξη ο πρώτος πετεινός με το λαιμό του ολόρθο Γι' αυτό το γάμο, Υμέναιε, δείξε χαρά μεγάλη.

Τέλος κατορθώνει να κράξη: — Η σκούναις μου, μωρέ γυναίκα! η σκούναις μου! Αλλ' εν τη τάσει εκείνη της κάμψεως του σώματός του, απεσπάσθη το σιδηρούν δρύφακτον του μαρμαρίνου εξώστου, όπερ καταπεσόν, παρέσυρε προς την θάλασσαν και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν μετά δεινού των υδάτων πλαταγισμού.

Κανείς δεν έρχεται να τον προστατέψη· κανείς δεν τολμά να κράξη στον αμείλικτο βλάμη του: φτάνει! Κ' εκείνος παντοδύναμος αφέντης εκεί μέσα, τρέχει αψύς από πρύμη σε πλώρη, δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το κατάρτι, απλώνει το πανί, λύνει πρυμόσχοινα.

Αθάνατοι δεν είναι. Λοιπόν και συ κάμε καρδιά. Απόψε, πριν αρχίση μέσ' 'ς ταις καμάραις να πετά τυφλά η νυκτερίδα, πριν κράξη τον ασκάθαρον η σκοτεινή Εκάτη το νυσταγμένον σήμαντρον της Νύκτας να βοΰση, πράγμα φρικτόν και φοβερόν θα γείνη! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι θα γείνη;

Ο Ιησούς εγνώρισε τους ενδομύχους δισταγμούς των· πλην είχε προφητευθή περί Αυτού ότι ου μη ερίση ουδ' ου μη κράξη, ουδ' η φωνή Αυτού ακουσθήσεται εν ταις οδοίς· και περιωρίσθη μόνον ν' αποπέμψη την γυναίκα. «Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην». Και εις ειρήνην αναμφιβόλως επορεύθη, εις την ειρήνην του Θεού την υπέρ πάσαν έννοιαν, εις την ειρήνην ην ο Ιησούς δίδει, ήτις δεν είνε ως ο κόσμος δίδει.

Έμελλε να διασχίση τα πλήθη, να ριφθή εις τους πόδας του Αποστόλου και να κράξη: «ΒοήθειανΑλλ' η επισημότης της προσευχής και η κατάπτωσις των δυνάμεών του τον έκαμαν να κάμψη και αυτός τα γόνατα: «Χριστέ, ευσπλαγχνίσθητί με

Αλλά παρ' ελπίδα, μετ' ολίγα λεπτά, ευρέθη αντιμέτωπος του Γιάννη του Λυρίγκου, βαδίζοντος προς την οικίαν του. Ούτος είχεν εξυπνήσει την συνήθη ώραν, κ' επήγαινε προς το καλύβι, ίσως διά να κράξη προς συνεργασίαν την πενθεράν του, όπως και την προλαβούσαν πρωίαν.

τον πόλεμο της Δομπραίνας ο Καραϊσκάκης είχε διατάξη τον οπλαρχηγό Βασίλη Μπούσγο να πιάση μια ράχη παραπέρα από 'κεί που γίνονταν ο πόλεμος και να περιμένη ως πού να τον κράξη. Ενώ λοιπόν ακολουθούσε ο πόλεμος, ο Καραϊσκάκης ηύρε μεγάλη αντίστασητους Τούρκους κ' έστειλε ένα παληκάρι να πάη να φωνάξη το Μπούσγο βοήθεια.

Ο Έρως προς τον Έρωτα λαχταριστός βαδίζει καθώς το μαθητόπουλον π' αφίνει το βιβλίον και όταν έλθη χωρισμός, 'σαν το παιδί γυρίζει όταν με μάτια χαμηλά πηγαίνειτο σχολείον. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε! Πσιτ! — Ω! την φωνήν του ιερακάρη ας είχα, το εύμορφον ιεράκι μου οπίσω να το κράξω. Αχ! η σκλαβιά είναι βραχνή και δεν τολμά να κράξη.

Αν δε και εκεί απειλείτο διά βλημάτων, ηδύνατο τότε κατ' αρέσκειαν είτε να κράξη εις βοήθειαν τους μαθητάς είτε να ζητήση άσυλον επί τα κεραμίδια, δι' αφράκτου τινός φεγγίτου χρησιμεύοντος εις φωτισμόν του γείτονος σκοτεινού διαδρόμου.