United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι κουτοκουβεντιάζεις, ωρ' αγριόγιδο; . . . Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτό πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας: — Ωρέ, σεις με περιγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.

Τι κουτοκουβεντιάζεις, ώρ' αγριόγιδο;... Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτο πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας : — Ωρέ, σεις με περγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.

Ο τρελλός γύρισε τότε κατά τους βαρώνους, και τους έσπρωξε προς την πόρτα φωνάζοντας: «Τρελλοί, όξω από δω. Αφήστε με να κουβεντιάσω με τη Βασίλισσα. Ήρθα δω μέσα γιατί την αγαπάω». Ο Βασιλείς εγέλασε. Κοκκίνησε η Ιζόλδη. «Μεγαλειότατε, διώχτε αυτόν τον τρελλό». Μα ο τρελλός ξανάρχισε με την αλλόκοτη φωνή του

Ο Κακαμπός ρώτησε ταπεινά ποια ήτανε η θρησκεία του Ελδοράδο. Ο γέρος κοκκίνησε άλλη μια φορά. — Μήπως μπορεί να υπάρχουν δυο θρησκείες; είπε. Έχουμε νομίζω, τη θρησκεία όλων των ανθρώπων· λατρεύουμε το Θεό απ' το βράδυ ως το πρωί. — Λατρεύετε ένα Θεό; ρώτησε ο Κακαμπός, χρησιμεύοντας πάντα ως διερμηνέας των αποριών του Αγαθούλη.

Ο Θανάσης ο Βιόλας, που καθότανε σκυφτός, μετρώντας τους κόμπους του κομπολογιού του, σήκωσε άξαφνα το κεφάλι του και χαμογέλασε. — Τι θέλεις να μας πης, Γιαννιό; είπε. Μην τύχη κι' αγαπάη το Μαθιό το κορίτσι; Κάτι θα ξέρης του λόγου σου. Ο Μαθιός κοκκίνησε ως ταυτιά. — Δεν ξέρω ποιον αγαπάει! είπε. Την καρδιά της την ορίζει ν' αγαπήση όποιονε της αρέσει. Κανενός δεν πέφτει λόγος.

Η συνομιλία βάσταξε αρκετά· κουβεντιάσανε για τη μορφή του πολιτεύματος, τα έθιμα, τις γυναίκες, τα δημόσια θεάματα, τις τέχνες. Τέλος ο Αγαθούλης, πούχε πάντα κλίση προς τη μεταφυσική, ρώτησε μέσον του Κακαμπό εάν στον τόπο τους υπήρχε θρησκεία. Ο γέρος κοκκίνησε λιγάκι. — Πώς λοιπόν! είπε, μπορείτε ν' αμφιβάλλετε; Μήπως μας θεωρείτε αχάριστους;

Ο Μάρκος παράγγειλε στον Τριστάνο με τους βαρώνους του, ν' απομακρυνθή δίχως αναβολή. Τότε ο Τριστάνος πλησίασε τη Βασίλισσα, να την αποχαιρετίση. Κυττάχτηκαν στα μάτια. Η Βασίλισσα ντράπηκε μπρος στον κόσμο και κοκκίνησε.

Είμαι το δέντρο που ακολουθεί τη γραμμή της προσευχής όταν ανεβαίνει από ήσυχη ψυχή. Είμαι η λόγχη που κοκκίνησε στο αίμα της δύσης και φρουρεί το Αόρατο απ' την άρνηση και την ειρωνεία. Είμαι στης γιορτές του τοπείου το μαύρο ράσο που δεν τέλειωσεν ακόμα τη δοκιμασία του.

Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραμματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρωνται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνησε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κ' η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κ' οι δυο τους.

Ευθύς τους πλησιάζει, τους χαιρετά και τους προσκαλεί νάρθουνε στο ξενοδοχείο του να φάνε μακαρόγια, πέρδικες της Λομβαρδίας, χαβιάρι μαύρο, και να πιούνε κρασί του Μοντεπουλστιάνο, δάκρυα του Χριστού, κυπριώτικο και σαμιώτικο. Η δεσποινίς κοκκίνησε, ο θεατίνος δέχτηκε κ' εκείνη τον ακολούθησε κοιτάζοντας τον Αγαθούλη μ' έκπληξη και ταραχή, ενώ δάκρυα θαμπώνανε τα μάτια της.