United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


12. &Δωρίδος και Θέτιδος.& ΔΩΡ. Διατί κλαίεις, ω Θέτις; ΘΕΤ. Διότι είδα μίαν ωραιοτάτην κόρην να την κλείση ο πατέρας της μέσα εις κιβωτόν μετά του βρέφους της του αρτιγεννήτου. Διέταξε δε ο πατέρας τους ναύτας, άμα απομακρυνθούν πολύ από την στερεάν να ρίψουν το κιβώτιον εις την θάλασσαν διά να χαθή η δυστυχής κόρη ομού με το τέκνον της.

Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, προς το καράβι το γοργότην άκρα της θαλάσσης• 65 άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• και άμα το πλοίον έφθασετην άκρα της θαλάσσης, 70 οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνιτου πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, 'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξιταις σανίδαις, και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομούτο σιάδι, και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζετον νου των αθανάτων, 'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 πολλάταις μάχαις των ανδρών καιτα φρικτά πελάγη, τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.

Μεταξύ των δύο θυρών έκειτο κιβώτιον ογκώδες πρασίνου χρώματος, επ' αυτού δε τάπης μικρός διπλωμένος εις τέσσαρα.

Οι τοίχοι είνε επεστρωμένοι με τάπητας· τα υποδήματα και τα σανδάλια αφίνονται εις το κατώφλιον· από το κέντρον κρέμαται μία λυχνία, ήτις αποτελεί το μόνον κόσμημα της οικίας· εις έν ερμάριον εις τον τοίχον είνε κλεισμένον το ξύλινον κιβώτιον, το βαμμένον με ζωηρά χρώματα, εντός του οποίου φυλάσσονται τα βιβλία ή άλλα πολύτιμα κτήματα της οικογενείας· παρά την θύραν είνε τοποθετημένα τα μεγάλα κοινά δοχεία τα πήλινα και πλήρη ύδατος, με τα στόμιά των βουλωμένα από πράσινα φύλλα αρωματικών πολλάκις θάμνων, διά να διατηρήται το νερόν δροσερόν.

Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου. — Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.

Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν. Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος εκυλίετο αδιακόπως.

Εσυγύριζεν η Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα, ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να ιδή ολίγον, να ιδή μόνοντα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή.

Ο αρχιληστής, κρατών εκ της χειρός τον τρέμοντα και ημιλιπόθυμον οικονόμον ανήλθε τον τρίτον όροφον, γνωρίζων όλα τα εν τω μοναστηρίω καλλίτερον από πολλούς των μοναχών, κ' έστη ενώπιον του ηγουμενείου, όπου ην και το ταμείον. Εκρότει πενθίμως η μεγάλη κόρδα εκείνη από τα βαρέα πατήματα του ληστού. Εισήλθον. Ήνοιξε το κιβώτιον ευκόλως ο αρχιληστής.

Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη, ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση εντός αυτού.

Καλά, είπεν επί τέλους ο μικρός Κλώσος, αφού είχες την καλωσύνην να με φιλοξενήσης, πάρε την δι' έν κοιλόν χρήματα, αλλά να μου γεμίσης το κοιλόν τώρα αμέσως. — Αμέσως, είπεν ο γεωργός, αλλά με την συμφωνίαν να πάρης μαζή σου εκείνο το κιβώτιον. Δεν θέλω να το έχω εδώ. Ποίος ηξεύρει; ημπορεί να είναι ακόμη μέσα ο διάβολος.