United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η τελευταία της φράση έτρεμε· και τώρα το αποκέρωμα του προσώπου της ήτο τέλεια νέκρα. Μόνο στα μάτια της, θαρρούσες, έμενε ζωή ακόμη. Μια στιγμή νόμισα ότι θα πέση κη ίδια στηρίχτηκε στο δέντρο. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε: Εγώ θα πάω πάνω, στο κηπούλι μας. Εσύ να πάρης κάτω. Τράβηξα κάτω, χωρίς να πω τίποτε. Αλλά σαν πήγα κάμποσα βήματα, γύρισα και την κύταξα.

Σε καλό σόι τον έρριξε ο κύρης του. Για την Πηγή ελέγανε πως ήτονε καλόγνωμη, μα — ο Θεός να με συχωρέσηδεν μπορούσε παρά να μοιάζη λιγάκι με τον πατέρα και τον αδελφόν της. Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Δεν έκαμε φρόνιμα ο Σαϊτονικολής να πάη να ρίξη το παιδί του σε μια τέτοια χοιρογενιά.

Η χήρα έκαμε μορφασμόν αποστροφής: — Μα είντα τση ρέγεσαι; Δε μου λες; — Αυτή 'νε καλή. Μούδε ταδελφού τση, μούδε του κυρού τση μοιάζει. — Κατές είντα λέει ένας παλιός λόγος; Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Καλή φαίνετ' εδά, μα σαν τήνε κουκλωθής θα δης πως είνε θυγατέρα του Θωμά κιαδερφή του Στρατή του φαρμακίτη.

Μα περισσότερο πεθυμώ να πάω στην Καβαλαρά να δω το κηπούλι μας. — Είνε πολλά πάνω και θα κουραστής, παιδί μου. — Μα δε λέω κεγώ σήμερο. Σα δυναμώσω περισσότερο. Σκέφθηκε μερικά λεπτά, έπειτα ρώτησε.: — Δε μου λες, μα, ήκουσες αν είνε καλλίτερα ο Γιωργής; — Ήκουσα πως είνε τα ίδια. Μα είντα το θες, παιδί μου, και ταναθιβάλλεις αυτό το κοπέλι; Λίγα βάσανά 'χεις συρμένα συναφορμάς του;