United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το τελευταίο όμως βράδι, όταν το αυγουστιάτικο φεγγάρι έπαιρνε να χαθή πια, κατεβήκαμε μόνοι μας στο ακρογιάλι και μπήκαμε στη βάρκα. Με το νυχτερινό αεράκι ανοιχτήκαμε όξω από το μαύρον κόλπο, όπου το χλωμό μισοφέγγαρο άπλωνε αστραφτερές γραμμές και τριγύρω τα δέντρα στέκανε τόσο σκοτεινά και παράξενα, παίρνοντας σχήματα διαφορετικά από κείνα που τους έδινε το φως της μέρας.

Όμως ο ήλιος εβασίλευε κ' εσύ φοβόσουν τον πατέρα σου κ' ήθελες να γυρίσης στο σπίτι. Και δεν κατεβήκαμε ως κάτω. Θα κατέβωμε τώρα και θα βρέξωμε τα χείλια μας στο τρεχούμενο δροσερό νερό. Έλα. Βέρα .. . Θα κατέβωμε τώρα. Νομίζεις πως μπορούμε να κατέβωμε τώρα; Τα πόδια μας τρέμουν, η αναπνοή μας πιάνεται. ΦΛΕΡΗΣΝαι, Βέρα. Θα δροσίσω με τα χείλια μας στο δροσερό νερό της πηγής.

Ας είνε καλά ο αδερφός της που τη μάτιασε κει πέρα, και πήγε και τους αγόρασε και τους δυο πρι να τη στείλουν ως το Μισίρι. Κ' έτσι σαν πέρασε η φουρτούνα και κατεβήκαμε στο ρημαγμένο μας το χωριό, μου την έφεραν πάλι πίσω τη Φωτεινή με το στεροπαίδι της. Τανοίξαμε πάλε το σπιτικό μας. Αχ και τι σπιτικό!

Μοιρίτα μου, εσύ ζωή μου, μην τυραννιέσαι. Δεν το φταις εσύ που πονώ· το φταίει η αγάπη που σου έχω. Μοιρίτα μου, παιδί μου, ναι! σαν παιδί μου σ' αγαπώ. — Κι από τα μάβρα της, από τα γλυκά της τα μάτια, στο χέρι μου απάνω, έπεσε ένα δάκρι. Και το ήπια εκείνο το δάκρι και τόχω πάντα μέσα στην ψυχή μου. Μιλούσε κ' έλεγε εκείνο το δάκρι· «Πάει ο ήλιος· πάει η ελπίδαΚατεβήκαμε μαζί.

Κατεβήκαμε στου Φαναριού τα νερά και δεν το νοιώθαμε. Αν το είχαμε σκοπό να σεριανίζουμε και να κοιτάζουμε καθετίς, να μπαινοβγαίνουμε από παράθυρα και να σκαλίζουμε σπιτικά και νοικοκεριά καθώς κάναμε στο χωριό, τι δε θα βλέπαμε! Χαρτί δε θα μας απόμενε να τα στρώσουμε. Μα ο σκοπός μας τώρα δεν είναι αυτός. Αυτά γίνουνται στα χωριά, εκεί που θρέφεται η ρίζα του τόπου.

Μέσα από μια μεγάλη σχισμάδα προβάλαμε στο χάος και τα πρόσωπά μας δρόσισε του ποταμού η αναπνοή. Το Βαγγελιό σύρθηκε πίσω με κίνημα φόβου: — Μάνα μου! να πέση κιανείς από 'παέ, η φανιά του δε θα 'βρεθή . Όταν σε λιγάκι κατεβήκαμε και μπήκαμε στο λιόφυτο, το Βαγγελιό δίπλωσε τα χέρι της και μούπε: — Για πιάσε πάλι να δης πως καίω.

Όσο σιμώναμε προς το νησί, τόσο πιο δυνατά με φλόγιζε βαθιά μου η χαρά του πόθου, που τον έθρεφα τόσα χρόνια και που τώρα έμελλε να πληρωθή. Κατεβήκαμε στην αποβάθρα και μ' ένα βλέμμα αχόρταστο αγκάλιασα όλα γύρω μου. Είδα τις αποβάθρες, τα παραπήγματα των πλοίων, όλα τα μικρά χτίρια, που λάμποντας με τανοιχτά χρώματά τους, στρυμωνόντανε στην πλαγιά του γυμνού βουνού.