United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα κύματα ήρχισαν ευθύς να πυργώνται, και απετέλεσαν κορυφάς, αίτινες ωρχούντο, ανέβαινον, κατέπιπτον, εσχίζοντο, διερρήγνυντο αφρίζουσαι, και ημιλλώντο να φθάσωσιν εις το ύψος τας προεξοχάς των απορρώγων ακτών.

Εγώ ενόμισα ότι και οι δώδεκα ουρανοί κατεκρημνίσθησαν επί της πτωχής κεφαλής μου, και η φοβερά των υελίνων τεμαχίων σύγκρουσις σπαράσσουσα διαρκώς την ακοήν μου με κατέστησε τόσον νευρικόν, ώστε σχεδόν κατέπιπτον λιπόθυμος. Δεν ηξεύρω πόσην ώραν επεριπάτουν μετ' αυτού, ουδέν ακούων, και μάλλον υπό της επηρείας φοβερού τίνος γαλβανισμού, παρά υπό των δυνάμεών μου κινούμενος.

Έσκαπτον μετά σθένους και προθυμίας· αι αξίναι έλαμπον διά μίαν στιγμήν άνωθεν των κεφαλών και κατέπιπτον αλληλοδιαδόχως επί της γης· τα σκωπτικά λόγια και οι γέλωτες διεσταυρόνοντο μεταξύ των· ήρχισε μετά μικρόν σιγά, σιγά δειλόν, περιπαθές το τραγούδι κ' αίφνης η πατριωτική καρδία Κεφαλλήνος, θλιβομένου διά τα άδικα παθήματα της πατρίδος του από τους Άγγλους, διά τον δουλικόν και προδοτικόν χαρακτήρα τινών πατριωτών, εξερράγη εις θλιβερόν κατ' αυτών παράπονον: — Ανάθεμα σε Παναγή, Ιούδα και προδότη, που πήγες και μας πρόδωκες τον δόλιον Αναγνώστη!. . .

Ό,τι, έχει ζωήν ζητεί προστασίαν! Τώρα κατέπιπτον κρουνοί βροχής . . . . . . . . — Πού να είναι τέλος πάντων ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα με αυτήν την τρικυμίαν; είπεν ο Μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εκάθητο με σταυρωμένα τα χέρια, με κεκλιμένην την κεφαλήν επί του στήθους άφωνος εκ λύπης· έκλαιε, δεν εθρήνει πλέον!. — Μέσα εις το βαθύ νερό! έλεγε μέσα της. Είναι κάτω βαθιά, σαν κάτω από τον Παγώνα!

Αυτός όμως έχει πίστιν εις την δύναμιν την μυστικήν της χρυσής του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, και ήλπιζε να διασωθή ως και άλλοτε, και από τον κίνδυνον τούτον. Αλλ' η θεία χάρις φαίνεται τον είχεν εγκαταλίπει πλέον, και έβλεπεν ότι αι δυνάμεις του ολονέν κατέπιπτον, με όλα τα μέσα τα θεραπευτικά των ιατρών.

Και οι οβολοί της Θωμαής ουδέποτε κατέπιπτον, ουδέποτε απεσπώντο από της εικόνος απρόσδεκτοι. Εκολλούσαν επάνω εις την εικόνα ως με ψαρόκολλαν. Αλλ' είχε κ' επί της μυστηριώδους εκείνης χρυσής καδένας, άλλας ελπίδας η νεαρά σύζυγος.

Μας εξένιζε δε ακόμη και πάντοτε ανεξήγητος μας εφαίνετο η ενδυμασία του συμμαθητού μας και η αιφνιδία της πολλάκις μεταβολή. Τα καινουργή του φορέματα διεδέχοντο αίφνης άλλα ωραιότερα, χωρίς τινα λόγον, ταύτα δε επαλαιούντο πάλιν εις τους ώμους του και κατέπιπτον σχεδόν εις ράκη, εν μέσω χειμώνος πολλάκις, χωρίς ποτέ να παρεμβή κλωστή ή βελόνη προς διόρθωσιν ή αναπλήρωσιν της φθοράς.

Κ' εύρισκεν αυτόν ήδη καθ' όλα ηλλοιωμένον. Δεν έβλεπε πλέον επ' αυτού την φοβεράν εκείνην δυσμορφίαν. Εφ' όσον τον παρετήρει καλλίτερον κατέπιπτον μία προς μίαν αι ασχημίαι του όλαι, ως πρόσθετοι και ανεφαίνετο υπερβολικώς ωραίος, αποστίλβων όλος, ως το βασιλόπουλο του μύθου, εξερχόμενον του κλιβάνου όπου άφησε τα όστρακά του.

Ο καιρός εν τοσούτω ήτο τραχύς, φαιός, βροχερός και βαρύς. Τα σύννεφα κατέπιπτον σαν πένθιμος πέπλος από τα ύψη των βουνών και περιέβαλλον την ακτινοβολούσαν κορυφήν.

Πλην αυτός δεν τους ήκουσε και επροχώρει ακόμη. — Τουλάχιστον να ιδώ μονάχα! έλεγεν. Ήδη μετά κόπου και αγωνίας πολυώρου, παρήλθεν η μεσημβρία ως υπελόγιζεν ο γέρων, έφθασεν εις την είσοδον του ελαιοφύτου κάμπου, εν μέσω του οποίου ην το κτήμα του. Κ' ησθάνθη εκεί τρομακτικούς κρότους πρωτοφανείς και πρωτακούστους ως να κατέπιπτον σωροί κοκκάλων ξηρών από κατωφερείας.