United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί μαθές οι Τουρκοπούλες να τραγουδούνε μεγαλόφωνα σαν ταηδόνια, κ' οι δικές μας χαμηλά χαμηλά και συμμαζεμένα σαν τις τρουξαλλίδες; Θαρρώ πως το μάντεψες, και πως με πίκρα μου το ξηγάς, πως της ρωμαίικης της ψυχής η χαρά προβάλλει στον κόσμο με προφύλαξη και με πάτημα μετρημένο, μην τύχη και την αρπάξη, και την πνίξη κανένας.

Σαν είναι γιατρός κανένας, πάει να πη... ΥΠΗΡΕΤΗΣΓιατρέ, τρεχάτε. Γρήγορα. Γιατρέ . . . ΜΙΣΤΡΑΣΤι τρέχει πάλι; ... Ησυχία δε μ' αφίνετε. ΥΠΗΡΕΤΗΣΑυτή η κυρία, που βγήκε αποδώ, σκοτώθηκε στο πάρκο. Τρεχάτε, γιατρέ. ΦΩΝΕΣΤι τρέχει γιατρέ; Τι είναι; Καλέ δεν ακούτε; Η Λέλα σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε μέσα στο πάρκο. Ω! δυστυχία! ΦΩΝΕΣΣκοτώθηκε! Σκοτώθηκε η Λέλα!

μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι και βροντερή του αντήχησε η λαλιάκαθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι, όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά. «Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς; μπροστά σ' έναν και τρέμει τόσο πλήθοςΣκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις

Όπου καμμιά παρδαλή, όπου καμμιά ξεμυαλισμένη, όπου καμμιά φτιασιδού, εκεί πέφτανε τα μάτια των αντρών. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη τις κοπέλλες. Η φρονιμάδα κ' η νοικοκυροσύνη δεν είχανε πια πέρασι, όπως στον παληό καιρό. Όμως η Ταρσίτσα είχε κ' ένα παράπονο με τον παπά. Ποτές δε φρόντισε κι' αυτός σαν καλός συγγενής για την αποκατάστασί της. Ποτές δεν κούνησε το χέρι του.

Ο πύργος, απάνω στον ψηλό λόφο, ήτανε σα σκιάχτρο. Κανένας δε ζύγωνε κοντά του. Και κανένας δεν είχε ιδεί ποτέ τον γέροφιλόσοφο που καθότανε ολομόναχος ανάμεσα στα παλιά βιβλία, στις ξεραμένες σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Λέγανε μόνο πως ο γέροφιλόσοφος δεν είχε ιδεί ποτέ του τον κόσμο, δεν αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν είχε γνωρίσει την αγάπη.

ΞΕΝ. Καλέ σεις! ποιος μιλά μέσα; εν ακούτενε; ίντα θέτενε να σας χαρώ; ΑΝΑΤ. Άνταμ! τρεις ώραις είναι φωνάζω, φωνάζω, κανένας ντεν ακούγει.... ΞΕΝ. Κι' ίντα θέτενε; ΑΝΑΤ. Εντώ πέρα τι είναι; ΞΕΝ. Λοκάντα. ΑΝΑΤ. Έι! εντώ πέρα απ' ούλα είναι, άμμα φαγιά ντε γλέπω· τι τρώνε εντώ για; ΞΕΝ. Είστε κι' άλλη βολά φερμένος άματις σε λοκάντα; ΑΝΑΤ. Όχι. ΞΕΝ. Δίκι' όχετεν άματιςκι' ε γλέπετεν την λίστα;

Και μ' έθρεψε γίδα, όπως τη Χλόη προβατίνα. Αν κ' είμαι τόσο καλύτερος από τους άλλους, όμως μήτε στα χαρίσματα θα μείνω πίσω· εκείνοι θα δώσουνε γίδια και πρόβατα κ' ένα ζευγάρι ψωριάρικα βόιδια και στάρι, που δε φτάνει να ταΐσετε μήτε τις όρνιθες· εγώ όμως δίνω αυτές τις τρεις χιλιάδες δραχμές· μονάχα να μην το μάθη κανένας αυτό, μήτε ο ίδιος ο Λάμωνας ο πατέρας μου.

Στη Γαλλία, διαβάζει, δουλέβει ο κόσμος. Στη Γαλλία, παίρνει κατάκαρδα κανένας ό τι δουλειά κι αν πιάση· ό τι γράψη, ρομάντζα, στίχους, θα χύση μέσα την ψυχή του. Δε θα καθήση να γράψη κανείς για ό τι του κατέβη, για όλα τα μπόσικα, μάνι μάνι. Εκεί, το να γράφη κανείς, τόχουνε δουλειά και τέχνη. Άθρωπος εκεί δεν είναι που να μη δουλέβη και πολύ μάλιστα. Έτσι και το σωστό.

Εθαύμαζε τον Turner και τον Constable τον καιρό που δεν τους πρόσεχε κανένας, όπως γίνεται τώρα, και το ξάνοιξε πως από την υψηλή τέχνη της σκηνογραφίας απαιτούμε κάτι περισσότερον από απλή βιομηχανία κι ακριβή αντιγραφή.

Δεν πιστέβω ποτέ στη ζωή μου να είδα ό τι είδα στη Σύρα, μήτε να το είδε κανένας. Τη νύχτα, με το φεγγάρι, δεν υπάρχει πράμα στον κόσμο που νάχη της Σύρας την ομορφιά.