United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τη είχε δ' επέλθει προς στιγμήν η ιδέα να καλέση κουρέα, όπως καλλωπίση τους αγριωπούς τούτους μοναχούς τους εγκεκολημμένους επί των λίθων και επί της κονίας, αλλ' ύστερον μετεμελήθη ιδούσα το δύσκολον της εκτελέσεως του αλλοκότου τούτου σχεδίου. Ήτο δε η πρώτη φορά καθ' ην παρητήθη, διότι συνήθως επέμενε μέχρι τέλους εις τας ιδέας της, και η ισχυρογνωμοσύνη ήτο η κυριωτάτη αυτής αρετή.

Συ, τι λέγεις; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Θα ωφελήση· πλην εγώ πιστεύω ακόμη ότι το πάθος του εγεννήθηκε από αγάπην 'πού απάντησε ψυχρήν καρδιά. — Τώρα, Οφηλία, να μας ειπής δεν είναι ανάγκη ό,τ' είπ' ο Αμλέτος, τ' ακούσαμ' όλα. — Κύριέ μου, κάμε ως θέλεις, αλλ', αν καλό το κρίνεις, άμα τελειώση το δράμα, η σεβαστή μητέρα του ας καλέση κατά μόνας αυτόν ν' ακούση τον καϋμόν του.

Ο νεαρός γαμβρός ηγάπα, φαίνεται, την επίδειξιν, και ήθελε να καλέση πλείστους και δικούς και ξένους εις τους γάμους του. Εν τοσούτω η απαίτησις των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθή. Ο Θανάσης είπε να δώση ο Στάθης τας χιλίας δραχμάς εκ των χρημάτων όσα είχεν εις τας χείρας του, ως έχων την διαχείρισιν των εξόδων. Ο Στάθης εμόρφασεν, έγρυξε, και είπε: «ΚαλάΑλλά δεν έδωκε τα χρήματα.

ΜΕΝ. Πώς; Εγώ έτρεξα εις τον θάνατον χωρίς κανείς να με καλέση Αλλ' ενώ ομιλούμεν, δεν σας φαίνεται ότι έρχεται μία βοή ως να φωνάζουν άνθρωποι από την γην;

Τούτος ο θαλάσσιος ακούοντας ένα βαστάζον, που συχνάκις επερνούσεν από το σπήτι του να μέμφεται την τύχην του και να λέγη μεγαλοφώνως προς τον μέγαν Προφήτην «τι σου έπταισα εγώ και με κατεδίκασες να ζω μίαν ζωήν τόσον ταλαιπωρημένην, κοπιαστικήν, καταφρονεμένην και μόνον κερδαίνων τον επιούσιον άρτον, φορτωμένος ολημερίς και πεινασμένος; Και ο Σεβάχ θαλασσινός τι καλόν έκαμε και έχει τόσα πλούτη, τόσες ξεφάντωσες, και τόσες ανάπαυσες; βλέποντας, λέγω, αυτόν να κακοτυχίζεται ούτως, έστειλεν έναν από τους δούλους του να καλέση εις το συμπόσιον την πρώτην ημέραν της εβδομάδος τον άνωθεν βαστάζον που εκείνην την ώραν επερνούσεν από την πόρταν του φορτωμένος και είχεν ακουμπίσει εκεί διά να ξεκουρασθή.

Αφού δ' ετραγούδησαν και άλλα τινά τραγούδια εις συγχρόνους σκοπούς, ο χορός διεκόπη, διά να ξεκουρασθούν οι χορευταί και να εύρη καιρόν ο λυράρης να κουρδίση την λύραν του και να τρίψη με ρητίνην τας χορδάς διά νέον πηδηκτόν. Κατ' επανάληψιν διάφοροι είχαν καλέση τον Μανώλην να χορεύση· αλλ' αυτός δεν εδέχθη, λέγων ότι δεν είχε διάθεσιν.

το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205 τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσετην πρύμνη, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης• κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων, πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210 ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν• ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση. και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναιτον θυμό του».

Η πομπή του θανάτου προχωρεί κι όταν έρχεται η θέση, που μένει ελεύτερη για το νέο, πρέπει να την πάρη κ' η θέση του στη γις μένει αδειανή και κανείς πόθος δεν μπορεί να τον καλέση πίσω. Εκεί όμως που φαίνεται πως τελειώνει η πομπή, ροδίζει μια μεγάλη λάμψη σαν το φως της χαραυγής.

Αλλ' έως ου αποτελειώση το όνειρόν του ο Μιστόκλης, επήλθον εις την σύζυγόν του αι ωδίνες του τοκετού· και τότε ο πτωχός, αντί να φροντίση διά την αναχώρησίν του, μετέβη να καλέση την μαίαν. Δεν ηδύνατο πλέον ν' αναχωρήση εις Τήνον, αι δε εικόνες του έμειναν κεκλεισμένοι μέσα εις τας τρεις κασσίτσας.

Και τα τεμάχια των βαπτιστικών και κουκουλίων ήσαν και ταύτα ενθύμια παιδίων, αποθανόντων ευθύς μετά το βάπτισμα, και τα λευκά κόκκαλα και τα κρανία τα τρυφερά ήσαν άσπιλα λείψανα παιδίων, τα οποία είχεν ευδοκήσει να καλέση ενωρίς εις τον Παράδεισον πλησίον του υιού της, του ειπόντος «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά», η Παναγία η Γλυκοφιλούσα.