United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τους λαχνούς ο Έχτορας κουνούσε τηρώντας πίσω· κι' αλαφρός του Πάρη πήδησ' όξω. 325 Κάθουνται τότες στη σειρά οι άλλοι, εκεί καθένας πούχε αφισμένα τ' άρματα, τα πίλαλά του ζώα. Κι' εκείνος βάζει στο κορμί την πλούσια αρματωσά του, της ομορφόμαλλης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, 330 πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.

Αφού φθάσωσιν εις την Βαβυλώνα πλέοντες και διαθέσωσι το φορτίον, τα μεν καλάμια και τον σκελετόν πωλούσι διά κήρυκος, φορτόνοντες δε τα δέρματα επί των όνων αναχωρούσι διά ξηράς εις την Αρμενίαν, καθότι είναι αδύνατον να αναπλεύσωσι τον ποταμόν ένεκα της ορμητικότητος αυτού. Αυτός είναι ο λόγος διά τον οποίον κατασκευάζουσι τα πλοία των δερμάτινα και όχι ξύλινα.

Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα προσωποποιούνται συχνά, προεκτείνοντας το ανθρώπινο δράμα. «Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν: Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα, αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι

Τόσον καιρό καρφωμένος εδώτο στρώμα εξόδευσα τα ολίγα, όσα είχα οικονομήσει. Η Φωτεινή δεν έλεγε τίποτε, αλλ' ένα βράδυ, όταν είδε τον παππού της ολίγον καλλίτερα, έφερε μίαν αγκαλιά καλάμια και λεπτά κλαδιά από λυγαριές. — Σε παρακαλώ, παππού, του είπε, μάθε με να πλέκω καλάθια· ενθυμούμαι, ότι άλλοτε μας έφερνες εις το σπίτι ωραία πλεγμένα καλάθια.

Εκείνο εις το οποίον εκτελείται κατ' αντίθετον διεύθυνσιν η πλήγωσις και όχι εις όποιον τύχη μέρος του σώματος των ψαριών καθώς με τα καμάκια, αλλά προς την κεφαλήν και το στόμα του συλλαμβανομένου εκάστοτε, οπότε ανασύρεται από τα κάτω προς τα άνω με ράβδους και με καλάμια. Εις τούτο δε, φίλε Θεαίτητε, τι όνομα πρέπει να δώσωμεν; Θεαίτητος.

Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά έπεσαν στη στέρνα . . . Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά ποια να κρατή την καλαμιά, για να βγάλη τάχα τα ψάρια . . . Η μικρή ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' τη μεγάλη . . . Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έρριξε μέσ' το νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα.

Τότες στη μέση οπλίστηκε ο άξιος Αχιλέας. 364 Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια 369 πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα. 370 Κατόπι πήρε φόρεσε στα στήθια τα τσαπράζα, κι' έπειτα γύρω κρέμασε στους ώμους του τη σπάθα, χαλκένια ασημοκάρφωτη, και πήρε την ασπίδα, στέρια, που αλάργα η λάμψη της σα φεγγαριού φωτούσε.

Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν.

Ο ουρανός είναι κόκκινος, ψηλά επάνω από το λευκό λόφο. Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν. «Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαιΕκείνος έπλεκε μια ψάθα και προσευχόταν.

Κι ωςτόσο θα περάση το ποτάμι! Θα περάση και κατόπι ποιος ξέρει τι θαπαντήση. Μπορεί ακόμη να βρη, στην πόλη κοντά, μπαξέδες συγυρισμένους και χωριά καλλιεργημένα. Κατεβαίνοντας όμως δε θανταμώση, παρά θλίψη και μοναξιά. Η γις ξαναβάζει τα μάβρα της ρούχα. Μόλις φαίνεται, πού και πού, μια καλαμιά στον κάμπο, ένα ρημοκκλήσι σ' ωρφανεμένη χώρα. Μα τι πειράζει; Σαν τον ποταμό, είναι κι ο άθρωπος.