United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτον ημέρα Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, και η γρηά Παντελού, επιστρέψασα εκ της λειτουργίας, όπου είχεν ακούσει «ταις γεννεαίς δεκατέσσαρες», ανέβη εις την οικίαν. Η ασθενής ανέκειτο επί της στρωμνής παρά την εστίαν, και η μικρά Αικατερίνη καθημένη παρά το προσκέφαλόν της τής εκράτει την χείρα.

Τώρ' όμως δεν μ' ετίμησε ουδέ καν ολιγάκι· Ο βασιλεύς μ' ατίμασεν Ατρείδης Αγαμέμνων· Ότ' άρπαξε το δώρον μου, το πήρε, και το έχει. Έτσ' είπε, δακρυχύνοντας· κ' η σεβαστή μητέρα Τον άκουσε, καθήμενητης θάλασσας τα βάθη, Σιμά εις τον πατέρα της τον γέροντα, κι' αμέσως Σαν καταχνιά απ' την θάλασσαν την ασπρουλήν ανέβη.

Αλλά δεν βλέπω εκείνην. Άλλη μορφή ωραία, μορφή λατρευτή, μου φαίνεται καθημένη εκεί, εις το κατώφλιον της θύρας. Φαντάζομαι ότι βλέπω την σύζυγόν μου θηλάζουσαν εις την μητρικήν της αγκάλην το τέκνον μας.

Οσάκις λοιπόν εμάνθανεν ότι πλοίον τι ενεφανίζετο εις τον λιμένα, έτρεχε πρώτη αυτή ν' αναμένη την έξοδον των ναυτών και του πλοιάρχου, καθημένη σιωπηλή και προς την θάλασσαν πάντοτε βλέπουσα επί τινος εγγύς της άμμου πέτρας. Διά τούτο δεν ημπόρεσε να σωθή από τα σκώμματα των ανθρώπων, τα δε παιδία οσάκις την έβλεπαν, εφώναζον: «Να η θεια Μυγδαλίτσα, το Καράβι».

Η δε Κλεοπάτρα ήτο υπερτέρα πάσης περιγραφής. Καθημένη υπό χρυσοκέντητον σκιάδα, υπερέβαινε κατά την καλλονήν και αυτήν την Αφροδίτην, εις την οποίαν η φαντασία ενεφύσησε κάλλος και του φυσικού ανώτερον.

Η Κυρά Λοξή επέμενεν αρνούμενη, αλλ' ενθυμηθείσα την μαγείρισσαν δεν ηδυνήθη να ανθέξη εις την ευχαρίστησιν του να την εκδικηθή καθημένη, έστω και επί μίαν στιγμήν, εις την τράπεζαν του κυρίου της, ενώ εκείνη ήθελε να της κλείση την θύραν του. — Αφού το θέλεις, ιατρέ μου, μόνον ένα ποτήρι κρασί εις υγείαν σου και φεύγομεν.

Εκείνη εις την πρύμνην καθημένη, εδέχετο κατ' όψιν το ωχρόν φως της σελήνης, το οποίον επέχριεν ως με αργυράν κόνιν τους αβρούς χαρακτήρας του ωραίου προσώπου της. Ο νέος την εκύτταζε δειλώς. Δεν ήτο ναύτης, αλλ' είξευρε να κωπηλατή, ως ανατραφείς πλησίον του κύματος.

Εις την ανάμνησιν της Πομπωνίας οι οφθαλμοί της εγέμισαν από δάκρυα· αλλά μετ' ολίγον καθησύχασε και είπεν: — Ειξεύρω ότι η Πομπωνία λυπείται πολύ διά την απουσίαν μου, αλλ' έχομεν παραμυθίας αγνώστους ημείς οι χριστιανοί. — Ναι, απήντησεν ο Βινίκιος· η παρηγορία σας είνε ο Χριστός. Και τώρα καθημένη εδώ κοντά, Εκείνον σκέπτεσαι.

Αυτά 'λεγεν ανάμεσαταις δούλαις, καθημένη 505τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• «Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».

Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της. Όταν την ηρώτησα τι είχε γείνει το «Μεγάλο Δέντρον» το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν·