United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΟΎΛ. Ω Ρωμέων, τι δήτα Ρωμέων έφυς; πατέρα τ’ αναίνου κώνομ'· ει δε μη θέλεις, όμνυ φιλήτωρ τήςδε πιστώς εμμενείν, καγώ δόμων τε και γένους εξίσταμαι. Ούτω κατά την παιδικήν μου ηλικίαν πολλάκις είδον εις τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως τους υπηρέτας βαδίζοντας προ των Αρμενίων Κυριών αυτών, όπως ταις ανοίγωσι τον δρόμον.

Εξηκολούθησα καγώ παραμένων μετ' εκείνων, ως αν ήμην είς εκ των υιών. Διήλθον αναμαρτήτως όλον μου τον βίον. Εκάλουν την Μαρίαν μητέρα και τον Ιωσήφ πατέρα, και υπήκουον εις παν ό,τι έλεγον και ουδέποτε αντέστην εις αυτούς, — αλλ' υπετασσόμην...και ουδέποτε ενέβαλον αυτούς εις οργήν, ουδέ ωμίλησα αυτοίς ποτε δριμέως· τουναντίον, έτρεφον άπειρον δι' αυτούς αγάπην, ως προς κόρην οφθαλμού».

Αν δε υπάρχουσι παρ’ ημίν φρόνιμοι άνθρωποι νομίζοντες ότι πρέπει να έχωμεν εκκλησίας ερήμους και κλήρον αναλφάβητον και καταφρονημένον, ότι η μύτη είναι το καταλληλότατον όργανον προς ανύμνησιν του Υψίστου, η Κ α- λ ο κ α ι ρ ι ν ή ηθικόν διά τας νεανίδας βιβλίον και το Ε ξ ο μ ο λ ο γ η τ ά ρ ι ο ν τ ο υ Ν ι κ ο δ ή μ ο υ κατάλληλον εγκόλπιον ιερέως, περιμένω καγώ να φρονιμεύσω, ίνα συμμερισθώ την γνώμην των.

Καγώ δύναμαι να είπω ότι σε ανεγέννησα εκ της νόσου, όπως η μήτηρ σου σ' εγέννησεν εκ του μη όντος, ή εξ ελαχίστου ωού, όπερ μικρόν διαφέρει του μηδενός. Αλλ' εύρον φευ! πολλάς φιλοφρονήσεις υπό την γλώσσαν μου σήμερον. Εις τι χρησιμεύουσι ταύτα πάντα; Από αμνημονεύτων χρόνων η κολακεία υπεδύθη το πρόσωπον της φιλίας, αύτη δε εξ ανάγκης παριστά βωβόν πρόσωπον εις το δράμα του βίου.

Και ουδείς τολμά λαλήσαι, αλλ' όλους εφίμωσεν· άγιέ μου, άγιε φοβερέ και δυνατέ, δος αυτώ κατά κρανίον, ίνα μη υπεραίρεται· καγώ σοι τον βουν τον μέγαν προσαγάγω εις ευχήν».

ΧΙΟΣ. Ναίσκε όλοι να κάμωμεν μίαν παρέγια με το ρεφενέ μας. . ΛΟΓ. Και δη ευθημητέον σήμερον, και πανηγυριστέον την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν καγώ μεθ υμών. ΑΝΑΤ. Κάτησε κι' εσύ μαζύ μας σουφρά . Λογιώτατε. ΛΟΓ. Έγωγε. ΑΝΑΤ. Τζάνουμ, Λογιώτατε μπαμπά σου . γλώσσα γιατί ντε μιλάς; ΛΟΓ. Την των προγόνων διαλέγεσθαι χρη. ΑΝΑΤ. Εγώ χρη μη, γόνω μόνω, ντε ξέρω, γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα έριφ;

Χάρις εις το τροπάριον εκείνο και την νηνεμίαν, το πλοιάριον προσωρμίσθη ευτυχώς την επιούσαν εις Λούγδουνον, όπου ήδρευε τότε ο Άγιος Αγοβάρδος, ο μόνος των τότε αγίων, του οποίου καγώ ήθελον ασπασθή μετά σεβασμού το κράσπεδον της εσθήτος.

Αλλά και πάλιν τι παθόντες συνήλθον ν' αναπαυθώσιν εκεί, επί σιδηράς μάλιστα στρωμνής, ανθρώπινα όντα ούτω διάφορα την ηλικίαν, το φύλον και την κοινωνικήν θέσιν; Λύσιν του αινίγματος δεν ηδυνάμην να εύρω καμμίαν ως δε ο ηγεμών εκείνος της Αγγλίας προσέφερε το βασίλειόν του δι' ένα ίππον, ούτω καγώ κατ' εκείνην την στιγμήν ήθελον δώση παν ό,τι είχον αντί της γνώσεως ολίγων γερμανικών φράσεων, ίνα απευθύνω ερωτήσεις τινάς εις τον αταράχως εξακολουθούντα τον περίπατον αυτού μηστηριώδη θαλαμηπόλον.

««Ως η έλαφος επιποθεί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και η ψυχή μου εδίψησε προς σε, αδελφή μου . Θρήνος κατέλαβε με και ύδωρ ρέουσι τα βλέφαρά μου . Τα δάκρυα είναι η τροφή της ημέρας και των νυκτών μου ο ύπνος . Ο πεινών ονειρεύεται άρτους, καγώ σε είδον καθ’ ύπνους, Ιωάννα αλλ' εξύπνησα και δεν σε εύρον πλησίον μου. Αναβάς τότε τον όνον μου τον μαύρον ήλθον εις το σκήνωμά σου το άγιον.

Εκείνη εφαντάσθη ότι ήτο ο κηπουρός, και εν τη απλήστω ελπίδι ότι ούτος δύναται να εξηγήση προς αυτήν το μυστήριον του κενωθέντος εκείνου και αγγελοφοντήτου τάφου, ανακράζει προς Αυτόν εν αγωνιώδη εκπλήσει, αποστρέφουσα την κεφαλήν, ίσως διά να κρύψη τα ρέοντα δάκρυά της — «Κύριε, ει συ εβάστασας Αυτόν, είπε μοι πού έθηκας Αυτόν, καγώ Αυτόν αρώ». Τότε ο Ιησούς λέγει προς αυτήν, «Μαρία