United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι' ο γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρώτερα και δυνατώτερα «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' από τα ξηρά και βροντερά πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης.

Είμουνα εγώ ο καβαλλάρης που έτρεχα στον αγκαθωτό τον κάμπο, χωρίς κανείς να μπορή να με φτάση για να κερδίσω το στοίχημα του βασιλιά. ΑΝΝΟΥΛΑ Αλήθεια; Και είσουνα εσύ που ανάστησες το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο; ΣΤΑΥΡΟΣ Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο δεν αναστήθηκε ακόμα.

Ν' αφήσω τα ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην, τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του προσώπου μου και με την ευλογίαν του Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και πάντα σκεπασμένος με ομίχλην, σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού έκαμνε.

Στάσουάκουσες τίποτις από κει μεριά; Είδες τίποτις; Περμ. Άμε στο καλό και συ που είσαι απατή σου για το Μοναστήρι. Τι νακούσω και τι να δω! Πιπ. Καλέ κοίτα εκειδά κατά το μεγάλο το δρόμο! Δε βλέπεις εκεί μια φωτερή καταχνιά, και μέσα της ένας καβαλλάρης με γυναίκα στο πλάγι του; Σα μαύρος ίσκιος περνάει τις ιτιές κ' έρχεται κατά το χωριό.

Εκείνος όμως δεν την εκύτταξεν, αλλά βιαίως έτρεχε και κάθε ολίγον μετά φόβου εγύριζε, και εκύτταζεν όπισθέν του, ωσάν να είχε τινά που να τον εκυνηγούσεν. Αφού τον έχασαν από τα μάτια τους, ιδού και βλέπουν να φθάνη άλλος καβαλλάρης, που με μεγάλην βίαν εχτυπούσε το άλογόν του διά να τρέχη.

Οι φύλακες κι' ο Τριστάνος κατεβαίνουν στην πόλι, για τον τόπο της φωτιάς. Ένας καβαλλάρης τρέχει κατά πίσω τους, τους φτάνει, πηδάει από το άτι που τρέχει ακόμη. Είναι ο Ντινάς, ο καλός αυλάρχης. Στο άκουσμα των συμβάντων, άφησε αμέσως τον πύργο του Λιντάν. Ο αφρός, ο ιδρώτας, και το αίμα αυλάκια κυλάνε στα πλευρά του αλόγου του: «Υγιέ, πάω στο δικαστήριο του Βασιληά.

Εκείνος όμως καβαλλάρης και ξεσπαθωμένος χύθηκε καταπάνω τους, και σαν έκοψε κάμποσους κατώρθωσε να περάση και να ξεφύγη. Οι Πέρσοι ως τόσο πήγαιναν ομπρός και ρημάζανε Συρία και Μικρασία. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα τότες βάλανε στρατηγό τους άλλον Έλληνα, τον Κάλλιστο.

ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ο Αργείος κ' εγώ κι ο Θεσσαλός ο καβαλλάρης Άπις κι ο στρατιώτης Κλεύνικος ετρώγαμε στο σπίτι. Τους είχα σφάξει δυο πουλιά και χοίρο του γαλάτου, είχα κι ανοίξει βίβλινο κρασί τεσσάρων χρόνων πούλεγες μόλις τώφεραν από το πατητήρι. Εκεί που εσιγοπίναμε μας ήρθε και να πιούμε καθένας κάποιου στην υγειά και να τον νοματίση.

Συγγνώμην .. συγγνώμην... φαίνεται πως σας χτύπησα· είπε ο Περαχώρας. — Μπα, καθόλου .. . Και για να κρύψη τον πόνο του, άρχισε τα γέλοια και τους μορφασμούς σαν παλιάτσος. Σύγκαιρα τον πήραν τα αίματα κ' έφερε το μαντήλι στη μύτη του. — Ω! σας μάτωσα λοιπόν! είπε με θλίψη ο Περαχώρας, προσπαθώντας να κατεβή από τ' άλογο. Μα τι αδέξιος καβαλλάρης που είμαι!

Πίττες καλοφουρνίζονται, τα στέφανα στολίζονται, στραγάλια καρβουρδίζονται! Όλες η κόρες η πειό νηές ψήνουν αγάλια-αγάλια τη φάβα στα τσουκάλια. Και ένας πουτανιάρης και πρώην καβαλλάρης με τη στολή του ιππικού εκεί κοντά γυρίζει, και διαρκώς των γυναικών τα πιάτα καθαρίζει. Κι' ο Γέρων, μ' ένα φόρεμα κομψό και με κατσάρι, μ' ένα παιδί χασκάρει, κ' έχει παραρριμμένα παπούτσια του και χλαίνα.