United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


τους όχτους, 'ς τα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε Και φαίνονται βοσκοί, καιτώμορφο κεντίδι Φλογέρες λες κι' ακούς, λες και γροικάς τραγούδια, Βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια. 'Σ τα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη Με καλαμιές χρυσές. Ένας ψαράςτην άκρη Πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει. Κάμπον πλατύν πλατύν με σμαραγδένιο νήμα Ολόγυρα κεντάει.

Ότε επί τέλους ανέβημεν εις τα περικλείοντα τον Κάμπον υψώματα και είδα μακρόθεν την πόλιν, εις δε τας υπωρείας των άντικρυ βουνών επροσπάθησα ν' ανιχνεύσω το σημείον όπου έκειτο ο Πύργος μας, ησθάνθην την καρδίαν μου συστελλομένην εντός του στήθους και τα γόνατά μου τρέμοντα.

Εις το γύρισμα που έκανεν εις την χώραν ο βασιλεύς με τους ακολούθους του, τους έπιασεν ένας καιρός πολλά σφοδρός εις τον κάμπον, τόσον που έμεναν εις κάθε ολίγον τυφλωμένοι από τες αναλαμπές και φοβερές βροντές που εγίνονταν, και εφαίνονταν ότι θα ήτον το τέλος του κόσμου.

Τότε ευθύς μία σκοτεινοτάτη νύκτα απεδίωξε την μεγάλην φωτοχυσίαν, που εις το παλάτι ήτον, και άφησε τον βασιλέα με τον βεζύρην του εις ένα τέτοιον σκότος, που τίποτε δεν ημπορούσαν να διαχωρίσουν, και εστάθηκαν εις αυτήν την κατάστασιν έως που έγινεν ημέρα, η οποία τους επροξένησε νέαν έκστασιν, που αντίς να ευρεθούν εις ένα παλάτι, ευρέθησαν εις ένα κάμπον, χωρίς να ιδούν κανέν σημείον της κατοικίας.

Έξω φρενών τον είδαν να τρέχη, σαν το πέλαγος το εξαγριωμένον και δυνατά να τραγουδή, ανθοστεφανωμένος με όλα τ' άγρια φυτά π' ανθίζουντα χωράφια. Στείλ' ένα λόχον, — πρόσταξετον κάμπον να σκαλίσουν τα στάχυα μέσα τα 'ψηλά, κ' εδώ να μου τον φέρουν. Ανθρώπου τέχνη δύναται τον νουν του να ιατρεύση; Ό,τι κι' αν έχω τόδιδα εις όποιον μου τον σώση! ΙΑΤΡΟΣ Υπάρχει τρόπος να σωθή.

Και με τούτον τον τρόπον έφυγεν όλον το στράτευμα κακώς έχοντας, και άφησαν όλην τους την ζωοτροφίαν, και τα αναγκαία του πολέμου εις τον κάμπον της Γάζνας.

Είχε κατέλθει εις την πολίχνην λίαν πρωί, με τον βαρύν, άγριον χειμώνα του Δεκεμβρίου. Η χιών έπιπτεν όλην την νύκτα, και μέχρι της πρωίας. Το είχε «πασπαλώσει» εις τα βουνά, τώρα το «έστρωνε» και εις τον κάμπον, εις τα λειβάδια, επάνω, εις τας στέγας και τα δώματα των οικιών, και κάτω εις τους δρομίσκους της μικράς πόλεως. Η γραία είχε διευθυνθή εις του παπά το σπίτι.

Και την άλλην ημέραν ευρέθηκα επάνω εις ένα λόγγον πολλά πυκνόν· και πλησίον αυτουνού μία ωραιοτάτη πόλις, κειμένη εις ένα πλατύτατον κάμπον.

Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό ανήμερο δέρνει τη στεριά, την τρώγει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμη τα πάντα θάλασσα και ν' απλωθή αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομον κόσμο. Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια, στον υγρόν κάμπον ανάμεσα. Καιρός διαμάντι· ήλιος κατάργυρος· νερό τρισάγιο. Το μάτι του θεού εκεί έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτής.

Την τρίτην ημέραν τέλος πάντων, όντας τελειωμένη η κασσέλα, την εσκεπάσαμεν με ένα πεύκι της Περσίας, και εκάμαμεν και την έφεραν εις ένα κάμπον και αποθέτοντάς την εκεί επρόσταξα τους ανθρώπους διά να γυρίσουν εις το σπήτι τους.