United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !
Να πώς τέλειωνε το τραγούδι: «Σαν κατεβαίν' η Πούλια προς το βουνό, ας πετάξη το Ουρί της Αυγούλας ανάμεσα στις Ιτιές, κι ας ράνη με τη δροσιά του τα φτερά του αηδονιού που το λαχταρεί». Ιτιές εκεί άλλες δεν είχε παρά μερικές κοντά στο ποτάμι, λίγα βήματ' από τον πύργο. Στάθηκε μια στιγμή ο Ηλίας σιωπηλός, να δη αν είτανε θάνατος ή ζωή. Είτανε ζωή.
Και διαβαίνοντας από τις ιτιές εκεί κάτω, ξυπνούν τα πουλιά και μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά και φωνάζουν «Ποιός είδε κόρην όμορφη να σέρνη πεθαμμένος!» — «Ακούς» του κάνω «Κωσταντή, τι λένε τα πουλάκια;» — «Πουλάκια 'νε» μου ξαναλέει «πουλάκια 'νε κι ας λένε.» — «Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου» του κράζω τρομασμένα «φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις». — «Εχτές βραδύς επήγαμε» μου λέει «στον Άη Γιάννη, και θέμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και λέγοντάς μου τέτοια λόγια με κατεβάζει αντικρύ στην Αγιά Μαρίνα, και χάνεται σαν ίσκιωμα από μπρος μου!
Ανάμεσα από τα χωριά και μεταξύ στους κάμπους Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν ένα αργυρό ποτάμι, Μ’ αυλάκια, με παραύλακα και με πολλά γεφύρια, Με καταρράχτες τρύψηλους, που πέφτουν αφρισμένοι, Σε μύλους, σε νεροτροβές και σε πολλά μαντάνια, Κι’ απόδιπλα του ποταμού, κατά σειρά στους όχτους, Χιλιάδες δέντρα πράσινα: ιτιές, πλατάνια, λεύκες, Κι’ απάνω στα κλωνάρια τους να στέκουν, να πετούνε Χίλιων λογιών πετούμενα, χιλιών λογιών πουλλάκια.
Αυτά τα κάνουν, εννοείται, μπροστά στους ενδιαφερομένους, για να τους φοβίσουν. Το καταλληλότερο είναι εκείνο, που βγαίνει στες ιτιές και στα πλατάνια. Τα στενάρι, ο πυριόβολος και η ύσκα είναι τα τρία σύνεργα με τα οποία ανάβουν φωτιά. Η φωτιά του στερναριού θεωρείται κατάλληλη για τα μαγικά. Όλα αυτά είναι από τ’ ασυνάρτητα. Ίσως νάχουν και κάποια εξήγηση, που εγώ δε γνωρίζω.
Και μπήκε ο Χασάν Αγάς στον πύργο, και πήρε την ακρογιαλιά ο Ηλίας και πήγαινε, όχι στη μάννα που τον απάντεχε, μόνο στις ιτιές, κοντά στο ποτάμι. Εκεί τριγύριζε, αναστέναζε, ανέβαινε, κατέβαινε, κάθιζε, σηκώνουνταν, ώσπου βασίλεψ' ο ήλιος και σκορπίστηκαν ταστέρια στον ουρανό. Και παραμόνευε την Πούλια, και μετρούσε τις ατέλειωτες ώρες. Σα ψέμα του φαινότανε.
Εδώ είταν ερημιά και κρύο, στα κλαδιά των δέντρων φαινόντανε χλωμά ανοιχτοπράσινα σημάδια, που λάμπανε σταχτεροκίτρινα, οι ιτιές είταν γεμάτες χνουδωτά ανθάκια, η χλόη κρεμότανε κάτω από τα ξερόφυλλα κ' οι ανεμώνες, που μέσα στη στεριά είτανε πια μαδημένες, εδώ ανθίζανε λευκογαλάζιες κάτω από τους κλάδους των χαμηλών λεφτοκαριών.
Στάσου — άκουσες τίποτις από κει μεριά; Είδες τίποτις; Περμ. Άμε στο καλό και συ που είσαι απατή σου για το Μοναστήρι. Τι νακούσω και τι να δω! Πιπ. Καλέ κοίτα εκειδά κατά το μεγάλο το δρόμο! Δε βλέπεις εκεί μια φωτερή καταχνιά, και μέσα της ένας καβαλλάρης με γυναίκα στο πλάγι του; Σα μαύρος ίσκιος περνάει τις ιτιές κ' έρχεται κατά το χωριό.
Λέξη Της Ημέρας