United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συχνά, συχνά ο Θανάσης Πετώντας έστρεφε να ιδή, 'ς τη νεκρωμένη χώρα Το θόλο της Αγιάς Σοφιάς, όπου φεγγοβολούσετο πρώτο γλυκοχάραμμα, όσο που λίγο, λίγο Τον έχασε απ' τα μάτια του. ... Ελάλησε τωρνίθι Και τώνειρό του εσβύστηκε... Ξυπνά και βλέπει ακόμα Το γύφτο που ροχχάλιαζε κ' επάνωθέ του μαύρα Του φοβερού του ρουπακιού, τα φύλλα, τα κλωνάρια. «Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά» σ. 137

Μέσα σε γέλοια και γιουχαητά, σέρνονται πίσω του ολόκληρο πλήθος, φθάνει ως το κατώφλι της πόρτας, όπου κάτω από το θόλο του θρόνου, και στο πλευρό της Βασίλισσας, ήταν καθισμένος ο Βασιληάς Μάρκος. Πλησιάζει στην πόρτα, κρεμάει το ρόπαλο στο λαιμό του, και μπαίνει. Ο Βασιληάς τον είδε και είπε: «Να ένας καλός σύντροφος. Φέρτε τονε κοντά». Τον οδηγούν, με το ρόπαλο στο λαιμό. «Φίλε καλώς ήρθατε

»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα Το γιαταγάνι σου, κ' είναι θολό... Πώς κλαις;.. τι δέρνεσαι;.. Τρίψε το ακόμα, Μην τρέμεις... ζύγωσε... Δος μου να ιδώ.» »Το αίμα τάπιστο με το δικό μου Δε θέλω επάνω του νανταμωθή, Φαρμάκι αγλύκαντο μεςτο λαιμό μου Δε θέλω σύντροφο κάτουτη γη.» »Χτύπα, Λαμπέτη μου!.. Άπλωσε, πιάσε, Σφίξετα δάχτυλα τάσπρα μαλλιά... Τα χέρια εσταύρωσα... Μη με φοβάσαι.

Ο Ντινάς εγύρισε λοιπόν στο Τινταγκέλ, ανέβη τα σκαλιά, και μπήκε στην αίθουσα. Κάτω από το βασιλικό θόλο ο Μάρκος και η Ιζόλδη η Ξανθή, καθισμένοι, έπαιζαν ζατρίκι. Ο Ντινάς πήρε θέσι κοντά στη Βασίλισσα σ' ένα σκαμνί, για να παρακολουθήση τάχα το παιγνίδι, και δυο φορές κάνοντας ότι της δείχνει τα κομμάτια έβαλε το χέρι του στο ζατρίκι.

Οι νύφες όμως κι' οι τσιούπρες, αν κι' είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφιναν τες μεγαλύτερες, αν κι' αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο. Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, είταν βροχερή. Γι' αυτό και το νερό του ποταμού είταν θολό.

Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία, να παραγγείλη γρήγοραταις κόραις εκεί να 'λθουν. εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον 435 και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε· «Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις· κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν. και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, 440 σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση, 'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο. εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη, ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». 445

Γύρω μας άνθιζαν οι πασκαλιές γεμίζοντας τον αέρα με τη μυρουδιά τους και στον αχνό, φωτεινό ουρανό έπλεε το νέο φεγγάρι, δίχως να φωτίζη, κολυμπώντας μόνο μέσα στο γλαυκό, που άπλωνε πλατύν, απέραντο το θόλο του, όπου τα χλωμά άστρα δοκιμάζανε να φεγγοβολήσουνε, χωρίς όμως να κατορθώνουνε να σκίσουνε τη νύχτα.

Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου 465τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο, εις ύψος 'που τα πόδια τωντην γη να μην εγγίζουν· και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπούτο βρόχι πέφτουν, στημένοτα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, 470 ομοίως είχαντην σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις, εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν· και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν.

Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.

Όταν ο βασιληάς της Ιρλανδίας κάθησε κάτω από το θόλο του θρόνου του, ο αυλάρχης Αγκυγκεράν ο Ρούσσος προσεφέρθη ν' αποδείξη με μάρτυρες ή και να υποστηρίξη με μονομαχία ότι αυτός εσκότωσε το θερίο κι' ότι έπρεπε να του δώσουν την Iζόλδη γυναίκα.