United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανακλάνιζαν τα κερατοφόρα τους κεφάλια πίσω στους παχύσαρκους σβέρκους τους. Εφούσκωναν διάπλατα, φοβερά πέρα δώθε τα ρουθούνια τους εφύσαγαν. Εμύριζαν τον αέρα απάνω θυμωμένα. Έτρεχαν όλα μαζωμένα, τριποδιστά κατά το μακελιό, μανακύλησην άγρια, με μανιακόν ποδοβολητό. Ανέμιζαν τα χώματα στο φοβερό τους δρόμο.

Διατί; ηρώτησε. — Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο; — Πού ακόμα! . . . με λέγει. — Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή; — Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα; Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος. Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής. — Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.

Στόν κόσμο καλό κι' αφτό όταν έχει νου γερό ο μαντατοφόρος. Καημό όμως τόχω της καρδιάς, πάει να μου φέρει φρένια, που εμένα τον ισότιμο, γραμμένονε όμιας μοίρας, να μ' αποπαίρνει όλο ζητάει με θυμωμένα λόγια. 210 Μα τώραεγώ τον σέβουμαιδεν επιμένω, ας είναι. Μα άκου, άλλο λόγο θα σου πω, που δέν απλή φοβέρα.

Θες; Έλα βάλε στοίχημα... τριπόδι εδώ ή λεβέτι... 485 κι' ας γίνει ο βασιλιάς κριτής σαν πιό 'ναι το ζεβγάρι που τρέχει πρώτο, και θα δεις σα σκάσεις το λεβέτιΕίπε, κι' εφτύς πετάχτηκε ο Αίας σκυλιασμένος, και ν' απαντήσει πήγαινε με θυμωμένα λόγια.

Το παράσερνε ο Δίδαχος, κι ο κόσμος στενοχωριούταν. Ο Κωσταντίνος όμως, να τακούση δεν έστεργε πως ο λόγος καταντούσε κουραστικός, μόνο έλεγε και καλά να πάη εμπρός. Πάλι τον παρακαλούνε να καθίση στο θρόνο, και τότες γυρίζει και τους ρωτάει θυμωμένα πώς γίνεται να διδάσκεται ο θείος ο λόγος κι αυτός να κάθεται ραχατεύοντας.

Έτσι σα μάλωσαν οι διο με θυμωμένα λόγια, σηκώθηκαν, κι' η συντυχιά χωρίζει στα καράβια. 305 Κι' ο Αχιλέας πάγαινε των καλυβιών το δρόμο αντάμα με τον Πάτροκλο και τους δικούς του αθρώπους· κι' ο Αγαμέμνος έρηξε στη θάλασσα 'να πλοίο, και λαμνοκόπους διάλεξε ως είκοσι ανομάτους, κι' έμπασε μέσα τα σφαχτά του Φοίβου, και κατόπι έφερε μέσα κι' έκατσε την ώρια Χρυσοπούλα· 310 και μέσα τέλος αρχηγός μπήκε ο σοφός Δυσσέας.

Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης μας; Χαλασμός κόσμου έξω. Εμούγκριζε κάτω δαιμονισμένη η θάλασα. Εκύλαε με διαβολική βουή βουνά θεώρατα τα κύματά της, κ' επάλεβε με τις Τίκλας τα σιδερένια καταγιάλια. Τα θυμωμένα κύματα, όπως πάντα σε τέτιες θαλασοταραχές, εμούγκριζαν κ' εξεθύμαιναν τον οργισμένον τον αφρό τους κάτω στου σπιτιού τα θεμέλια.

Μαζεύτηκε ο κόσμος με τις φωνές σου, του είπα θυμωμένα. Τάχω ακούσει εκατό φορές αυτά... Έπεσε λίγο η φόρα του, αναστέναζε μ' ένα βαθύ νόημα και ξαναείπε σιγαλά τώρα: — Και πώς τα καλοπερνάτε εδώ; Τελείωσε από κει που έπρεπε ν' αρχίση.

Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, κατάχλωμος, είπε θυμωμένα: — Το σταυρό σου και συ! μουστόγρια. Τι είνε, τι είνε;. Ο γιόκας σου είνε, που με παιδεύει δυο μήνες. Τι είνε, τι είνε; Ο γιόκας σου που γέμισε τον κόσμο από λαθραία. Τι είνε, τι είνε; καμόνεσαι πως δε ξέρεις τίποτε. — Και πού ξέρω εγώ η κακομοίρα!.... Μπα! μου κόπηκε το αίμα μου!.....

Και ο Τζατσίντο, με αφηρημένο βλέμμα, ξανάρχισε τις ιστορίες για τα μυθικά πλούτη των Στεριανών Κυρίων, για τις κακές τους συνήθειες και τη διαφθορά τους. «Και αυτοί είναι άνθρωποι ευχαριστημένοιρώτησε ο Έφις, σχεδόν θυμωμένα. «Κι εμείς είμαστε άνθρωποι ευχαριστημένοι;» «Εγώ ναι, κύριε μου! Πιείτε, πιείτε και κάντε κουράγιο