United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οπίσω ήρχοντο αι γυναίκες πεζή φέρουσαι τα οψώνια και από των ώμων της νάκες με τα παιδία των αι περισσοτέραι. Ο Δημήτρης μόλις είδε τον Νάσον και την Μπήλιω ητένισεν αυτούς εις το πρόσωπον δειλά ως ένοχος τον δικαστήν του. Τα πρόσωπα και των δύο ήσαν αίθρια, διεκρίνετο όμως επ' αυτών τύπος τις αόριστος πικρίας και δυσαρεσκείας. — Καλά μ' έτρωγαν τα φίδια· εσκέφθη.

ΓΑΛ. Δεν τον έχω ερώμενον, αλλά δεν υποφέρω τους υπερβολικούς ονειδισμούς σας και μου φαίνεται ότι το κάνετε εκ φθόνου, διότι ενώ κάποτε εποίμαινε τα πρόβατά του και από της κορυφής μας είδε να παίζωμεν εις την παραλίαν κατά τους πρόποδας της Αίτνης, εκεί όπου μεταξύ του βουνού και της θαλάσσης σχηματίζεται επιμήκης παραλία, σας μεν ούτε ητένισεν, εγώ δε εξ όλων του εφάνηκα η ωραιοτέρα και μόνον εις εμέ προσήλωσε τον οφθαλμόν.

Και ήθελε να τον επιπλήξη και να τον θωπεύση συγχρόνως διά των λόγων της τούτων· να του είπη όπως παύση ν' αυλή και συνάμα να τον παρακαλέση όπως εξακολουθήση. Ο βοσκός διέκοψε το αύλημά του, και την ητένισεν επί μικρόν εις τους οφθαλμούς, τους γλαυκούς εκείνους, από τους οποίους εξήρχετο ήδη κάτι ωσεί χαμόγελο εν ταυτώ και παράπονον.

Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας απαλλαγείσα των περιπτυγμών της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και: — Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου: τον ηρώτησε. Και πώς είσαι: Καλά; Καλά; Δεν σ' εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου! Ο Τούρκος έκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.

Παππού, ε, παππού· ηκούσθη αίφνης φωνή παιδιού, εισορμήσαντος εν θορύβω εις τον οικίσκον και ριφθέντος επί των γονάτων του· δεν το θέλω πια το καρυοφύλλι σου· να μου πάρης ένα σαν του στρατιώτη. . . Ο Χειμάρρας έστρεψε και ητένισεν αυτό καταπνίγων τους λυγμούς του.

Η διήγησις έκαμεν εντύπωσιν εις όλους μας και ητένισεν ο είς τον άλλον επί τινας στιγμάς εν σιωπή. Κατόπιν ήρχισεν εκ νέου η συζήτησις, αι παρατηρήσεις και τα σχόλια, αφού δε το θέμα εξηντλήθη, έμεινε καθένας με την γνώμην του, όπως συχνά συμβαίνει εις τας συναθροίσεις, ή Βουλαί καλούνται αύται, είτε Σύλλογοι, ή όπως άλλως.

Η Σμάλτω εθαμβώθη εις την όψιν αυτής ως να ητένισεν αίφνης τον ήλιον· Κύμα αίματος συνέρρευσεν εις την καρδίαν της και την έκαμε να πάλλη βιαίως· οι κρόταφοί της έσφυζον εναγωνίως και οι μήνιγγες της επόνουν εκ της πιέσεως. — Η φλογέρα του! επανέλαβε βραδέως.

Τ' αναπηδήσαντα από τους οφθαλμούς της δύο δάκρυα δεν τα είδε κανείς, κανείς, ουδέ το σκότος, διότι ευθύς αι χειρίδες της τα εξήλειψαν. Διά σταθεράς χειρός ήναψε μικρόν κηρίον, ενέπηξεν αυτό επί του εδάφους, προ του εικονισματίου της και γονυπετήσασα ητένισεν αυτό ευλαβώς.

Κύτταξε, είπε, θέσας επί της τρύπας τον δάκτυλον. Του κάκου! Χρειάζεται νοικοκυρά εδώ. Δεν έχει άλλο! Πρέπει να 'πανδρευθώ. Η Φλουρού συνέστειλε τους ώμους ωσάν έλεγε: Παραλογίζεται ο κύριός μου. — Εκατάλαβες τι είπα; Σκοπεύω να 'πανδρευθώ. Η Φλουρού εμειδίασε. — Τι γελάς; Το απεφάσισα! θα 'πανδρευθώ. Η γραία τον ητενίσεν απορούσα. — Μάλιστα! θα 'πανδρευθώ! θα πάρω γυναίκα!

Στα χέρια δεν τονε φοβάσαι, μαυτός είνε μάγος· κατές το; — Αι, και πως είνε μάγος είντα μπορεί να μου κάμη; Ο Αστρονόμος εχαμήλωσε την φωνήν και είπε με τρόπον μυστηριώδη: — Να σε δέση! Ο Μανώλης ητένισεν απορών τον Αστρονόμον: — Να με δέση! — Ναι, να σε δέση. Ο Μανώλης εγέλασε. — Κεγώ τα χέρια μου πού θα τάχω;