United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ζάχος συνωφρυώθη και δεν είπε τίποτε. Η Μαλάμω έσφιξε πάλιν αυτόν επί της καρδίας της, προσβλέπουσα με βλέμμα παρακλητικόν την Παναγίαν μικρού εικονισματίου, εις μίαν γωνίαν του οικίσκου ανηρτημένου και τον ώθησε προς την θύραν. — Μα για στάσου, στάσου! εφώναξεν αίφνης, μειδιώσα. — Τ' ένε; ηρώτησεν ο Ζάχος, ιστάμενος. — Δέσε καλά το πόσι σου, καϋμένε!

Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα ταύτα και ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα: «Ο παπά-Θοδωρής, ο Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς διά της εξωθύρας του ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του». Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το παραστήση.

Κρουνός αίματος επήδησεν από του στόματος του Ταχίρ Γιάτση και το γιγάντειον σώμα του εξηπλώθη επί της γης μετά βρόντου, ως αμάξιον φορτηγόν κατά κρημνού. — Σκύλε! μώφαγες όλη τη γενηά! είπεν ο Ζάχος, πηδών επάνω του εν θριάμβω. Η Μαλάμω παρηκολούθει από του γεωτοίχου την πάλην με αγωνίαν.

Αλλ' ο Ζάχος προ της επαναστάσεως είχε χρηματίσει κλέφτης και οι κλέφτες καθ' όλην την ζωήν των δύο μόνον πράγματα εφρόντιζον μετά ζήλου: τον τσαμπάν και τα τσαπράζια των. Ενώ η λέρα τους έτρωγε το κορμί, τα μακρυά μαλλιά των, στίλβοντα από του μυελού βοείων οστών, εχύνοντο αρειμανίως επί των ωμοπλατών, τα δε τσαπράζια εκρέμαντο φεγγοβολούντα επί της μαύρης ενδυμασίας των.

Δίνει ο ήλιος, ο Απρίλης κτλ. = ανατέλλει. — Δρούγα = η ρόκαΔιάτα =Διαθήκη. — Δάσο , λογγάρι, ρουμάνι, ορμάνι, κουρί, ρογγιά = λόγγος. — Γνοιάζομαι , έχω έγνοιαν, σκέπτομαι, φροντίζω. Έργα =δουλειά. Ζάρω συνηθίζω, ζακόνι , συνήθεια. — Ζερβά , τα αριστερά. — Ζάλογγα =πυκνά και μεγάλα λόγια. — Ζαλίκι = φόρτωμα ανθρώπου, λέγεται κ' έχει τον διάβολο Ζαλίκι. — Ζαχιάς και Ζάχος, όνομα Ζαχαριάς.

Ο Ταχίρ μεγαλόσωμος, υψηλά κρατών το φοβερόν χαρμπί του, έσπευδε να το κατεβάση από του ώμου μέχρι της κοιλίας κ' ήδη επλάκωνεν επάνω του αρματωλού ως κατάμαυρο σύγνεφο φέρον την καταιγίδα επί της αβράς χλόης λειβαδίου. Ο Ζάχος πρώτην φοράν επί της ζωής του ερρίγησεν ήδη.

Ο Ζάχος ήθελε να φύγη και πάλιν εθρύπτετο προς τας μητρικάς εκείνας θωπείας, ως μικρός χαϊδεμένος. — Άσε με δα και δε θα πάω σε γάμο· είπε τέλος, χαμογελών προς αυτήν. — Κι' ο πόλεμος γάμος ένε· πήγαινε, λεβέντη μου.

Ναι· απόψε θα πλέξη το μουσχάριτο αίμα· τ' έχει να γένη ένας θεός το ξέρει. . . Οι καπεταναρέοι γροικήθηκαν με τον Καραϊσκάκη και θα πέση μαζή μαςτο χορό. . . Έλα, πώχεις τάρματα; Ο Ζάχος εν βία διεσκέλισε το κατώφλιον και εισήλθε πρώτος εις τον οικίσκον. Τα παλληκάρια σπανίως απεχωρίζοντο των όπλων των.

Ο Ζάχος ήτο τοιούτος κατά τον χαρακτήρα. Οι γεροντότεροι έλεγον περί αυτού ότι και αν δεν ήτο γνωστός ως εγγονός του αρματωλού Σπαθόγιαννου, αυτή μόνη η έξις του ήρκει να τον φανερώση.

Ο καπνός της μάχης τον εμέθυεν η θέα του εχθρού εξήγειρεν εις την ψυχήν του άγρια ένστικτα μη ικανοποιούμενα ειμή δι' αίματος πολλού· η συμπλοκή είχε δι' αυτόν απαράμιλλα θέλγητρα και τον παρέσυρεν, ως η θάλασσα τον κολυμβητήν. Ο Ζάχος και τόρα ούτω παρασυρθείς υπό του πάθους του είχε λησμονήσει όλους και τον εαυτόν του και της μητρός του τους λόγους.