United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε ξεχάσαμε κατακαϋμένο! Κ' εκεί είδε τότε υπό την χιόνα σκάφην ξυλίνην ορθίαν εστηριγμένην επί του τοίχου, υπό την οποίαν ευκίνητον εγρύλλιζεν έν παχουλόν χοιρίδιον τεσσάρων το πολύ οκάδων, όπερ φαίνεται την νύκτα εννοήσαν το κακόν, εχώθη υπό την παρατυχούσαν εκεί σκάφην, το ευφυές ζώον, και εσώθη από βεβαίου παγερού θανάτου.

Αλλά όταν ήκουσαν τον ποδόκτυπον του αλόγου, παρεζαλίσθησαν και οι δύο, και η κυρά παρεκάλεσε τον καλόγηρον να κρυφθή μέσα εις έν μεγάλον κιβώτιον, ο δε καλόγηρος εχώθη μέσα, διότι εγνώριζεν ότι ο γεωργός δεν ημπορούσε να τον υποφέρη, και εφοβείτο. Το φαγητόν και το κρασί τα έκρυψε βιαστικά μέσα εις τον φούρνον, διότι αν ο άνδρας της τα έβλεπε, θα την ερωτούσε τι τρέχει.

Εχώθη μέσα εις τα γιασεμιά, εις τις τριανταφυλλιές, εις τα αιγοκλήματα έωςτις τελευταίες των άκρες. Αλλά σε λίγο ήρχισε να την βασανίζη μία στενοχώρια, πόσα ήθελε να ερωτήση, πόσα ανυπομονούσε να μάθη, και όμως κάτι της έσφιγγε δυνατά το στόμα. Πνίγομαι, εσυλλογίσθη· ήκουσε τότε μακρυά εις το δάσος να κελαϊδή το αηδόνι.

Εχώθη λοιπόν απ’ εκεί μέσα εις την καλύβην. Εκεί εκατοικούσε μία γραία με ένα γάτον και με μίαν όρνιθα, η οποία έκαμνε κάθε ημέραν έν αυγόν. Την αυγήν όταν είδαν το παπί εις την καλύβην, ο γάτος εσήκωσε την ράχιν του υψηλά υψηλά, η όρνιθα εκακάνισεν, η δε γραία είπε: Τι είναι τούτο; Και επειδή δεν εκαλόβλεπεν, ενόμισεν ότι ήτο πάπια και είπε: Καλά την έχομεν, τώρα θα έχω και πάπιας αυγά.

Και αι πάπιαι το εδάγκαναν, και αι όρνιθες το εκτυπούσαν· η δε κοπέλα, η οποία έτρεφε τα πουλιά, το έσπρωχνε και αυτή με το ποδάρι της. Απηλπισμένον το κακόμοιρον εχώθη εις τον φράκτην, διά να φύγη έξω. Τα μικρά πουλάκια, τα οποία εκάθηντο εις τα κλωνάρια του φράκτου, ετρόμαξαν και επέταξαν.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Έχει, λέει, το κουνούπι το κωλάντερο στενό, κι' ο αγέρας ίσια πάει και με βιά στον πισινό• με το νάνε στενό μέρος στο βαθούλωμα κοντά, έρχεται με βιά ο αγέρας, και ο κώλος να! βροντά! Τότ' αυτός, όπου εχώθη και του κουνουπιου κυττάει τάντερο, θα ξέρη τρόπο πώς μπορεί και να γλιστράη, σαν τον κυνηγούν για δίκη. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Λίγη ώρα θάνε πάλι που κοψ' ένα σαμιαμύθι μιαν ιδέα του μεγάλη.

Δεν ενθυμείσθε τον Κώσταν, όστις έσωσε τον Αρτινόν Θεόδωρον, ότε έπεσεν εντός του χάνδακος και εχώθη, εις την λάσπην ;

Η γυναίκα εφώναξε θυμωμένη και έρριψε την σκούπαν επάνω του να το κτυπήση. Τα παιδιά το εκυνηγούσαν και εξεκαρδίζοντο γελώντα. Κατ' ευτυχίαν η θύρα ήτο ανοικτή και το παπί επρόφθασε να φύγη, και εχώθη μέσα εις τα γυμνά χαμόκλαδα, και εκάθισεν εις το χιόνι αφανισμένον από την κούρασιν. Πού να σας διηγηθώ τι υπέφερε το δυστυχισμένον έως ότου να περάση ο χειμών.

Υπήγαν λοιπόν και οι δυο εις την γέφυραν. Τα δε πρόβατα, τα οποία ήσαν διψασμένα, άμα είδαν τον ποταμόν έτρεξαν να ποτισθούν. Βλέπεις πώς τρέχουν; είπεν ο μικρός Κλώσος. Θέλουν να χωθούν εις τον ποταμόν πάλιν. — Στάσου να υπάγω πρώτα εγώ, διά να μη σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Και εχώθη μέσα εις τον σάκκον, τον οποίον ο μικρός Κλώσος είχε βάλει εις την ράχιν ενός μεγάλου προβάτου.

Έλαβε παλαιόν σιδηρούν τηγάνιον, εμουντζουρώθη όλος εις το πρόσωπονμετέθεσε, το επ' αυτώ, δύο μήνας προϊμώτερα την αποκρηάν — , εφόρεσε παλαιά ράκη τα οποία επρομηθεύθη κάπου και απελθών, άμα ενύκτωσεν, εξεκάρφωσεν αθορύβως τας παλαιάς σανίδας, τας σχηματιζούσας χιαστί πρόχειρον φραγμόν εις το ισόγειον της ερήμου οικίας της Κοκκώνας, και εχώθη μέσα.