United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315 με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα, και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του. κείνου ραΐζετο η καρδιά, καιτο ρουθούν' η πίκρα του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα. εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320 «Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου· τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γην την πατρική μου. αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου, ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325 και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».

Ο ήλιος εχρύσωσε τόρα τα σίδερα, εδιαμαντοστόλισε τα σχοινιά, εβερνίκωσε το μπαστούνι, τα κατάρτια, τις σταύρωσες· έδειξε νοτισμένα ξύλα και πανιά. Έδειξεν όμως σύγκαιρα κ' ένα ταιριαστό αντρόγυνο να γλυκοφιλιέται σφυχταγκαλιασμένο δίπλα στον αργάτη. Δεν επρόφτασα να καλοκυτάξω και ακούω πίσω μου τέτοιο βόγγο, που ενόμισα πως τέρας εχύθηκε να μας καταπιή. Δεν ήταν τέρας.

Πάψε... Γέρο Διαμάντη, Δος μου το μήλι σου να ιδώ.. Μην κρένης... ξεστηθώσου.. Καλά σου την εφύτεψαν... Ο χάρος από τρίχα... Ξανθό.. Φρυμμένη πηγανιά... Ό,τ' είναι... Τώρα πες μου. — Θανάση, μας εχάλασαν... Δεν είχε σκάση ο ήλιος, Που εχύθηκε ο Ομέρπασας... Χτυπάει το Δυοβουνιώτη Και τόνε πέρνειτο φτερό.. Δεν έπαιξε λεπίδι...

Εκείνη μ' εκύταξε αυστηρά, εστάθηκε κολοσσός εμπρός μου και με φωνή τρεμάμενη εξαναρώτησε: — Ναύτηκαλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος ; — Ζη και βασιλεύει· απάντησα ευθύς· ζη και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σαν να εχύθηκε αθάνατο ρευστό η φωνή μου στις φλέβες της άλλαξεν αμέσως το τέρας κ' έλαμψε παρθένα πάλι αγλαόμορφη.

Έβγαλε βιαστικά το καπέλλο του, έκαμε το σταυρό του, κατέβηκε κι ακολούθησε τη λιτανεία με κεφάλι σκυφτό, παραπατώντας σαν υπνοβάτης. — Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια!.. ¦ εχύθηκε μελωδική η φωνή των παπάδων. Κ' η λιτανεία τράβηξε πάλι το δρόμο της. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο Τσαϊπάς αιστάνθηκ' ένα χέρι να περνά στο μπράτσο του και δυο μάτια να τον κυττάζουν παράξενα και περιγελαστικά.

Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία, και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε. και ότετους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους, έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο, προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. 30