United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος είνεΑσθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.

Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430 απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας, της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια, τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα, ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435 τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνοςτα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440 ουλαίς μέσατο κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα. και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445 καιτο πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις. και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης, υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει• κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450 και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία, Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου. κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα• την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος. με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455 ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία, με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι• κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέροςταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα• και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460 και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν, και τά 'ψηναντα μυτερά σουβλιά 'που 'χαντα χέρια.

Αίφνης παρετήρησαν τον Δημήτρην, μαζευμένον εντός του σεγουνίου του, κρύπτοντα εντός της σκεπής του καπότου ολόκληρον το κατηφές πρόσωπόν του. — Ο αφωρεσμένος!. . . ο αφωρεσμένος!. . . εφώναξαν εν εξάλλω ενθουσιασμώ.

Ας είναι απεκρίθη η Τουρανδότη. «Πες μου ποίον είναι εκείνο το πλάσμα, το οποίον είναι εις κάθε τόπον φίλος όλου του κόσμου, και που δεν ημπορεί να υποφέρη το όμοιόν του»; Βασίλισσά μου, απεκρίθη ο Καλάφ, αφού και εστοχάσθη ολίγον, αυτός είνε ο Ήλιος· βέβαια εφώναξαν με μεγάλην χαράν, και αλαλαγμόν οι Σοφοί, αυτός είνε ο Ήλιος· «Ποία είνε η μητέρα, εξαναείπεν η Τουρανδότη, η οποία αφού και δώσει εις το φως τα παιδιά της, τα καταπίνει όλα οπόταν γένουν μεγάλαΑυτή είνε η θάλασσα, απεκρίθη το βασιλόπουλον επειδή και οι ποταμοί που πηγαίνουν, και αδειάζονται εις την θάλασσαν έχουν την αρχήν τους από αυτήν.

Και τόρα σεις απ' εκεί λέγετε μου ωρισμένως, να έμβω ή όχι; θα συμπίετε μαζή μου ή όχι; Όλοι τότε εφώναξαν και του έλεγαν να εμβή μέσα και να κατακλιθή, επίσης δε τον εκάλει και ο Αγάθων.

Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα. Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ' ο Ατρείδης, Αλλά κακά τον έδιωξε, σκληρά προστάζοντάς τον. Κι' ο γέρος ανεχώρησεν οπίσω θυμωμένος. Και προσευχόμενος λοιπόν, τον άκουσ' ο Απόλλων, Ότ' επειδή πάρα πολύ αγαπημένος τ' ήταν· Κ' εις τους Αργείους έρριξε θανατηφόρον βέλος.

Εκεί ήλθαν εις τον κήπον παιδάκια, και έρριπταν εις το νερόν ψωμί διά τους κύκνους. Το μικρότερον εφώναξε: Να, ένας άλλος κύκνος! Και τα άλλα παιδάκια εφώναξαν και εκείνα: Ήλθεν άλλος ένας κύκνος! Και εκτυπούσαν τα χεράκια των και εχόρευαν επάνω εις το χόρτον, και έτρεξαν να το ειπούν εις τον πατέρα των και εις την μητέρα των.

Λέγε μας λοιπόν, πώς έγεινε; ήσουν εις την κλήρωσιν; — Εννοείται ήμουν. Το πώς έγεινε είνε απλούστατον. Εβγήκε από το κουτί ο αριθμός μου, τον ήκουσα που τον εφώναξαν, κ' έφυγα ευθύς, διά να μην έχω συγχαρήκια και αηδίαις. Αλλά φαίνεται το εμυρίσθηκε ο κόσμος, αφού το έμαθε και ο Δημήτρης. — Ου! διακόπτει Περδίκης ο νεώτερος· όλοιτο χρηματιστήριον το ξεύρουν,

Σαν είδαν που την είχε τόρα ο λοχίας άσκημα μες τη στενή σκοπιά που τον απόκλεισαν, τους φώναζε και ο Βλαχογιώργος ολοένα, «Τι τους φυλάτε ουρέ! σκυλιάέριξαν όλοι στον αέρα μονομιάς δυο μπαταριές κ' εφώναξαν &Στα όπλα&! Ετρόμαξαν οι κατάδικοι στις βροντερές τις μπαταριές, μην τους βαρέσουν στα καλά και πάνε σα σκυλιά σταμπέλι.

Ωραία! εξαίσια! εφώναξαν ένας με τον άλλον οι σοφοί. — Αυτά, φίλε μου, δεν είνε λόγια ανθρώπινα· είνε θεία! είπε ο Περαχώρας κυττάζοντας κατάματα τον Αριστόδημο! Είσαι ευτυχής που συγγενεύεις με αυτούς τους θεούς. Έχεις κληρονομιά σου τον πνευματικό κόσμο. Δε σε φτάνει; Α, έχεις άδικο! μεγάλο άδικο, σε βεβαιώνω. Εδώ είναι η αθανασία. Τ' άλλα μωρία και πρόληψη!