United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σκέφτηκε μόλις τελειώση τα βιβλία του Αριστόδημου να τραβήξη για το σπίτι της Ελπίδας. Ήξερε πως εκεί δε θα βρη ούτε βιβλία ούτε χερόγραφα. Μα πίστευε πως η κόρη με την ανοιχτή καρδιά της θα τον γνώριζε άσφαλτα με την ψυχή των Ευμορφόπουλων. Όχι του περασμένου καιρού τους Ευμορφόπουλους παρά τους τωρινούς.

Τη ζωή του άνθρωπου δεν την είχε για τίποτα. Χάλαε και χάλαε καθημερνά και ποτέ δε μετάνοιωνε. Μα η καταστροφή μιας φυτιάς τον έρριχνε σε μελαγχολία. Είναι αλήθεια πως ο ίδιος έκαψε κι αφάνησε λόγγους και δάση από την ώρα που τον έστειλε η Μοίρα, κακή πληγή, στους Ευμορφόπουλους. Δεν το έκανε όμως χωρίς ανάγκη. Το έκανε για να πολεμήση τον άνθρωπο.

Το άφησε με τον καιρό και ήρθε να φιλονεικήση με τους Ευμορφόπουλους για τα πρωτεία. Ήταν αμόρφωτη, άγρια και κακή γενιά· μα σε τούτο κρεμότανε η δύναμή της. Οι αφεντάδες τον κατάλαβαν τον κίντυνο· αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν και δε μπόρεσαν. Πάλαιψαν, ματώθηκαν, στο τέλος όμως νικήθηκαν. Χάθηκε ο πρώτος και καλήτερός τους σε μια συμπλοκή. Οι άλλοι σκόρπισαν εδώ κ' εκεί σε άλλα μακρινά χωριά.

Ο Αριστόδημος το κύτταξε για πολλή ώρα σκεφτικός. Να το ξεκρεμάση ή να τ' αφήση; Τι θάλεγαν οι καλεσμένοι σαν τόβλεπαν ; Θα ντρόπιαζε τους Ευμορφόπουλους ή θα τους τιμούσε περισσότερο; Η δική του γνώμη ήταν να τ' αφήση· μάλιστα τόβρισκε πολύ ταιριαστό. Οι αρχαιότητες και το κέντημα έτσι πλάι βαλμένα, έμοιαζαν στη χάρη σα να ήταν αδέρφια. Έλεγες πως βγήκαν από μια πηγή μεγάλη και πολυπρόσωπη.

Έγινε κολλήγας και με τους άλλους συντοπίτες του έσπερνε και θέριζε τα χωράφια τα δικά του, φέρνοντας στο καλύβι ό,τι άφινε η ασπλαχνιά του αφέντη του. Έτσι έζησε αυτός, έτσι ο γιος του, τ' αγγόνι, το διγγόνι του. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, γενεές και γενεές. Η κακοτυχιά όμως δεν άφινε τους Ευμορφόπουλους. Μια γενεά έδιωχνε την άλλη· μα δε μπορούσε να διώξη και τη σκλαβιά από πάνω της.

Ξέρεις τ' ήταν μια φορά οι Θεομίσητοι στους Ευμορφόπουλους; Κοπέλια τους· ναι! και κάτι χειρότερ' από κοπέλια τους. — Μα μην κυττάς τ' ήταν μια φορά, του απαντούσε με χαμόγελο εκείνη· κύττα τώρα που είνε αφεντάδες. — Αφεντάδες! αφεντάδες; φώναζε ερεθισμένος εκείνος· τέτοιους αφεντάδες εγώ τους γράφω στην πατούσα μου. Ψε! αφεντάδες!

Μέσα στους Ευμορφόπουλους από γενεές γενεών εβασίλευε κάποια αμφιβολία για την ωφέλεια που φέρνουν τα γράμματα στον άνθρωπο. Οι δάσκαλοι έλεγαν την παροιμία τους και την υποστήριζαν με φανατισμό, όπως οι μοναχοί τα θάματα που κάνει το κόνισμά τους. Ο πολύς λαός όμως τους σεβότανε για τη σοφία τους μα δύσκολα επίστευε στα επιχειρήματά τους.