United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ιδέα ότι είνε ορφαναί κόραι, τας έκαμνε να συστέλλωνται και να διστάζωσι. Τι ήθελον αυταί μέσα εις την χαράν του κόσμου; Η γραία όμως όσην ευλάβειαν και αν είχεν εις τους σεμνούς λόγους του Παπά-Ιερεμία, ησθάνετο κοσμικωτέρους παλμούς εν τη γηραιά καρδία της.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω; κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτοςτα μετρημένα λόγια• και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».

Αλλά μίαν εσπέραν, λησμονήσας, επήρε τον δρόμον του Αγίου Αντωνίου κατά την επιστροφήν, και διελθών από τα σκοτεινόν πηγάδι του Αχειλά και περάσας τα επτά ρεύματα, γεμάτα νερό, έφθασεν εις τον πευκώνα τον μεγάλον, και αίφνης αντίκρυσε μακρόθεν την πορτίτσα του Αγιαντώνη. Έκαμε τον σταυρόν του από ευλάβειαν, αλλ' εταράχθη.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αν τύχη κ' εβεβήλωσε τ' ανάξιόν μου χέρι το άγιον εικόνισμα οπού κρατώ, ας σκύψουν δυο κόκκινοι προσκυνηταί, τα πρόθυμά μου χείλη, και το τραχύ μου έγγιγμα μ' ένα φιλί ας σβύσουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το αδικείς το χέρι σου, καλέ προσκυνητά μου· δεν έδειξεν ευλάβειαν οπού να μην αρμόζη. Εγγίζουν οι προσκυνηταί τα χέρια των αγίων, κι ασπάζονται μ' ευλάβειαν τα εικονίσματά των .

Τρις σταυροειδώς ο ιερεύς ηυλόγησε την γραίαν και τρις επανέλαβε τον τελευταίον στίχον τρις δε και η γρηά-Κυρατσού, ανοιγοκλείουσα τους οφθαλμούς της, εφ' ων έλαμπον ακόμη ως σταγόνες όμβρου οι αγιασμένοι ραντισμοί, επείπε τα Αμήν, με ανέκφραστον ευλάβειαν, θαρρούσα ότι εν τη λειτουργία εκείνη, εξαναστεφανώθησαν τα τέκνα της, διότι καλέσας ο ιερεύς τότε και τους δύο συζύγους ευλόγησε και αυτούς μετ' ευλαβείας κύψαντας, κ' επήρεν είτα τα ιερά άμφια εις το άγιον Βήμα.

Και αληθώς έκαμε κίνησιν βιαίαν τώρα να σπεύση εις τον λιμένα, αλλ' από την ευλάβειάν της ανεκόπη πάλιν να τελειώση η παράκλησις, ήτις πράγματι ετελείωνε πλέον, ότε και η κυρά Βγένα σαν αστραπή έγεινεν άφαντος. — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ! ενεθάρρυνε πάλιν ο καπετάν Μήτρος.

Η συνήθεια αύτη, εξορισθείσα των εκκλησιών της Δύσεως μετά της εορτής του Όνου και των άλλων γοτθικών λειψάνων του μεσαιώνος, κατέφυγε παρ’ ημίν όπου διατηρείται ακέραιος και ακμαία, καθιστώσα καθ' ημέραν ερημοτέρους τους ναούς, ψυχροτέραν την ευλάβειαν και ελαφρότερα τα ελέη των ορθοδόξων. Αι θρησκείαι ομοιάζουσι τας γυναίκας.

Η ερημία θέλγει την ψυχήν και εξεγείρει αυτήν εις πίστιν και προσευχήν, εις αγάπην και συμπάθειαν, όσον αποδιώκει την ευλάβειαν και προσοχήν εν ταις εκκλησίαις των πόλεων ο θόρυβος και η τακτική ακαταστασία.

Οι φύλακες με πολλήν ευλάβειαν με επήραν και με έφεραν εις τον Βασιλέα. Ο Βασιλεύς με επαρουσίασεν εις τον μέγαν Δερβύσην. Επεριπάτησα επάνω εις το έδαφος χωρίς να βλαφθώ· εμπήκα εις τον ναόν, και τέλος πάντων είδα τον μέγαν Καισάγιαν, που ήτον βαλμένος εις ένα θρόνον χρυσόν.

Αυτή η αγάπη, αυτή η πίστις, αυτό το πάθος δεν είναι λοιπόν ποιητική εύρεσις. Αυτή ζη, είναι εις την μεγίστην της αγνότητα εις την τάξη των ανθρώπων, τους οποίους ονομάζομεν αμορφώτους, τους οποίους ονομάζομεν βαρβάρους. Εμείς οι μορφωμένοισε τίποτα μορφωμένοι! Ανάγνωσε την ιστορίαν με ευλάβειαν, σε παρακαλώ.