— Περιμένετε! τους ετσιμπούσεν εκείνος. Πού να έβγη; Μόλις έκανε να τραβήξη απάνω το ψάρι θα ωρμούσε λάβρακας και θα τον έκοβε στα δυο. Τέλος σαν να εκουράσθηκε αργά — αργά επήγε, επλάγιασε στον βράχο και άρχισε να ξύεται. Έξυε την κοιλιά για να κοιμήση τη βουλιμία του. Ο βράχος με τα δεντράκια έτρεμε συθέμελα, σαν να τον έπιασε σύγκρυο. — Τόρα κακά τα μπλέξαμε! εσκέφθηκεν ο πατέρας σου.
Λέξη Της Ημέρας