United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


&Ιστορία της κυρίας, που ευρέθη εις ένα σακκί.& Ακούοντας το λοιπόν έτσι, εσηκώθηκα ευθύς, και έτρεξα προς εκείνο το μέρος, που ακούονταν οι φωνές· και αγνάντια βλέπω άνθρωπον, που έκανεν ένα λάκκον. Εγώ βλέποντας έτσι εκρύφθηκα οπίσω εις ένα δένδρον διά να ιδώ το αποβησόμενον. Εκείνος αφού έκαμε τον λάκκον είδα που έβαλε μέσα ένα μέγα σακκί, και σκεπάζοντάς το με το χώμα έφυγεν.

Η γυναίκα μου, βεβαιωμένη από την καθημερινήν συνήθειαν ότι εμπράκτως εγώ είμαι εις βαθύτατον ύπνον, εσηκώθη ευθύς χωρίς καμμίαν υποψίαν από το κρεββάτι, λέγοντάς μου· κοιμήσου και ποτέ να μην εξυπνήσης· και ευθύς ενδύθη και εβγήκεν έξω από τον θάλαμον. Τότε εγώ με ταχύτητα εσηκώθηκα, και αρματώθηκα με άρματα που είχα έτοιμα, και έτρεξα οπίσω της μακρόθεν.

Πλησιάζοντας ο βασιλεύς τον εχαιρέτησεν, ομοίως και ο αγνώριστος νέος του ανταπεκρίθη εις τον χαιρετισμόν με ταπεινόν προσκύνημα της κεφαλής, και λέγει προς τον βασιλέα· Κύριε, σε παρακαλώ να με συμπαθήσης που δεν εσηκώθηκα διά να σε υποδεχθώ και να σε περιποιηθώ κατά την τάξιν της φιλοξενίας, και μάλιστα καθώς υποθέτω να είσαι υποκείμενον μεγάλου αξιώματος· και όταν μάθης την αιτίαν που με εμποδίζει, θέλεις λάβει ευσπλαγχνίαν δι' εμέ.

Μου εφάνει ότι ήμουν βυθισμένος εις μίαν καταληπτικήν κρίσιν μακροτέραν και βαθυτέραν του συνήθους. Αιφνιδίως ένα παγωμένο χέρι απλώθηκε εις το μέτωπόν μου, μία δε ζωηρά και τραυλή φωνή εσύριξεν εις τα αυτιά μου την λέξιν «Σήκω». Εσηκώθηκα. Το σκότος ήτο απόλυτον. Δεν ημπορούσα να ίδω το πρόσωπον εκείνο που μ' εσήκωσε.

Οπόταν οι γειτόνοι μου με έκαναν να ξαναλάβω τες αίσθησές μου, εσηκώθηκα και έτρεξα εις τον Κατή, και ανήγγειλα το συμβεβηκός μου. Αυτός έστειλεν ευθύς πολλούς καβαλαρέους εις τες στράτες διά να χαλέψουν τους φονείς και άρπαγας, μα δεν εστάθη τρόπος που να λάβουν καμμίαν είδησιν.

Εσηκώθηκα εγώ, έτρεξα κατά τη βρύσι, ξαναήπια νερό, ύστερα 'μβαίνω στην εκκλησιά, και βρίσκω το Λευθέρη, που τον είχε πάρει καλά ο ύπνος, δίπλα στο προσκυνητάρι που καθότανε. Επήγα κοντά, τον έσεισα, κι' άνοιξε τα μάτια. — Δεν ξεκολλάς από κοντά μου; μου λέει. Τώρα εγώ λιανονυστάζω. Σύρε έξω στη βρύσι να πάρης τον αέρα σου. — Πάμε στην Εύρεσι, του λέω! — Στην Εύρεσι;...τι Εύρεσι;

Πλησιάζοντας τέλος πάντων η αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν όλοι οι περίεργοι, και να έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς εσηκώθηκα, και έτρεξα προς την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από τους ύστερους εις το να έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται από ολίγον κατ' ολίγον οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον από ξύλον της Ινδίας, ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον.

Μίαν βραδειάν εγώ έστεκα ακουμπισμένη επάνω εις ένα θρονί εις τον χοντζερέ μου, διαβάζοντας διάφορα κεφάλαια από το Αλκοράνι. Και αφού τα εδιάβασα, εσηκώθηκα διά να υπάγω να εύρω τον βασιλέα, που ήτον εις το κρεββάτι· και εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ του, ένα φοβερόν φάντασμα μου φανερώνεται εμπροστά μου και εις την ιδίαν στιγμήν γίνεται άφαντον.

Η Καρολίνα εισήλθε και εκάθησεν, ο Αλβέρτος πλησίον της, και εγώ επίσης· η ανησυχία μου όμως δεν με άφινε να κάθωμαι πολλήν ώραν εκεί· εσηκώθηκα, ήλθα εμπρός της, επήγα εδώθε κ' εκείθε, ξανακάθησα· ήταν στενόχωρη κατάστασις.

Εγώ εις αυτά τα λόγια εσηκώθηκα όλως σκοτισμένος· και ακολούθησα την κυράν, που με έφερεν εις τον οντά του Ναμαρά. Σε αφίνω να στοχασθής τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, οπόταν είδα εκείνον τον άθλιον φονευμένον και κυλισμένον εις το αίμα του.