United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά την εποχήν του ανωτέρω διαλόγου, συνέβαινε να θεωρήται η κατάστασις των ανατολικών πραγμάτων ικανώς κρίσιμος ως εκ των απειλών της Ρωσσίας και της εντάσεως των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τούτο με έκαμε να ερωτήσω τον ανακτορικόν ηθοποιόν αν εξακολουθή ο Σουλτάνος να έχη όρεξιν διασκεδάσεως, ενώ εσείετο το κράτος του.

Αι γειτόνισσαι βλέπουσαι τότε κατά πρώτον από το ερείπιον εκείνο, του οποίου έχασκον απειλητικώς τα παράθυρα ως τέρατος όμματα και το οποίον εσείετο ολόκληρον ως φύλλον εις την ελαχίστην πνοήν του ανέμου, βλέπουσαι να εξέρχηται αντί θηρίων ή ποντικών η αβρά και εύμορφος εκείνη λευκή κόρη εξεπλάγησαν, ως οπτασίαν εκλαβούσαι ή ως υπαρκτήν, την περικαλλή της παρθένου μορφήν, και έκαμνον τον σταυρόν των.

Δεν ήτο μεν όσον η σύζυγός του εύμορφη, αλλά εύχαρις, ζωηρά, πλουμιστή ως πέρδικα και από το πρωί υαλιστή και συγυρισμένη επεριπάτει με κεφαλήν υψηλά, εσείετο ως σεισούρα και πολύ περισσότερο παρά φρόνιμη κόττα ωμοίαζε κοκότα. Ο άστατος εγλυκοσάλιαζε κατ' αρχάς με κάποιαν συστολήν,αλλά βαθμηδόν κατήντησε να μη φοβήται τίποτε και να μη εντρέπεται κανένα.

Αλλ' ο Μανώλης συνήλθεν αμέσως, ιδών το τουρλωτόν φέσι του Θωμά, το οποίον εις μικράν απόστασιν εσείετο δεξιά και αριστερά, ως απειλή. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κατόπιν αυτών βιαστικός ποδοβολητός και ηναγκάσθησαν να παραμερίσουν διά να διέλθη όνος φορτωμένος χαμόκλαδα, υπό τον όγκον των οποίων το ζώον εχάνετο εντελώς, μεταμορφωνόμενον εις τεράστιον ακανθόχοιρον.

Εκίνει την κεφαλήν δεξιά και αριστερά, ως ν' απεδίωκε μυίας και εμειδία το ψυχρόν και μισόν μειδίαμα του τυφλού, από το οποίον λείπει των οφθαλμών η ακτινοβολία. Υπό την κίνησιν του δοξαριού του έφευγον γοργόπτεροι του «πηδηκτού» οι ήχοι. Και όλος ο κύκλος των χορευτών εκινείτο διά μιας ως είς άνθρωπος, και των ποδών ο κρότος αντήχει ταυτοχρόνως και τόσον δυνατά, ώστε εσείετο ενόμιζες, το έδαφος.

Και ηύξανεν η ορμή του ανέμου, το δε πλοίον εσείετο επί μάλλον και μάλλον, και εκυλίετο ένθεν κακείθεν, και επήδα υψούμενον και καταπίπτον.

Εντός ολίγου ολόκληρος ο στίβος εσείετο από την πυρετώδη εργασίαν των. Εν ριπή οφθαλμού μετέφεραν τα πτώματα, εκαθάρισαν το αίμα και τας ακαθαρσίας, ηυλάκωσαν, ισοπέδωσαν και εκάλυψαν την κονίστραν με άφθονον στρώμα ξηράς άμμου.

Εκεί όπου επί δεκάδας ετών εσείετο η γη, κατά τας θερινάς νύκτας, υπό τας εκρήξεις της ευθυμίας του πλήθους, υπό τους ήχους των χαλκίνων οργάνων και τους κρότους των ράβδων, εφέτος επικρατεί σκότος και ερημία επί εδάφους παραμορφωθέντος, αγνωρίστου.

Την τετάρτην και την πέμπτην ημέραι πάλιν φωτειναί και χλιαραί, ημέραι έαρος, μεταγγίσασαι τας Αθήνας ολοκλήρους εις τας εξοχάς των περιχώρων και τους αγρούς, όπου τρυφερός εσείετο ο νεογενής χόρτος υπό την μαλακήν πνοήν ανεπαισθήτου αύρας.

Μα άφησε, του έλεγε ... άφησε, σου λέω ... Είνε κακό αυτό που κάνεις .. . Θάρθη αφέντης μου και θα με σκοτώση ... .Μανώλη, να χαρής τη μάνα σου. Τον απώθει με τους δυνατούς της βραχίονας και εκ της σφοδρότητος της πάλης εσείετο και έτριζε το τελάρον, κινδυνεύον να εξαρθρωθή. — Μανώλη, θα σπάση ταργαστήρι ... να, θα κοπούνε τα στιμώνια ... Μανωλιό, να χαρής! ...