United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο βασιλεύς δεν άλλαξε γνώμην, και αφού άφησε την κυβέρνησιν του βασιλείου του εις έναν άλλον βεζύρην, εμίσευσε με τον βεζύρην Ταλμούχ και τον Σεήφ Μολτούκ και με ολίγους σκλάβους· επεριπάτησαν αυτοί προς το μέρος του Μπαγδατιού, εις το οποίον έφθασαν, και επήγαν και εκόνεψαν εις ένα χάνι· και εκεί έδωκαν να καταλάβουν πως ήτον και οι τρείς ντζοβαϊρτζήδες πραγματευτάδες από την Αίγυπτον, που εταξείδευαν από βασίλειον εις βασίλειον.

Χωλοί επεριπάτησαν, κωφοί ήκουσαν, άλαλοι ωμίλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονισμένοι εθεραπεύθησαν. Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Εγώ πληρόνω τον παπά. Το βράδυ επήγαμε εις το κελλί του παπά-Σεραφάκου, να κάμω αγιασμόν, να με διαβάση ο παπά-Σεραφάκος, να με σταυρώση με την Παναγίαν. Ήμουν ξεμέθυστος, νηστικός καθώς λέμε ημείς εις την γλώσσαν μας.

Και τούτο λέγοντας άρχισαν να περιπατούν πεζοί μη έχοντες ούτε άλογον, μήτε βάρος επάνωθέν τους. Επεριπάτησαν πολύν καιρόν ζώντες από μόνα οπωρικά και χόρτα που εύρισκαν εις την στράταν, μα εμβαίνοντας εις ένα έρημον δάσος έμειναν υστερημένοι και από αυτήν την ζωοτροφίαν, και από κάθε άλλο που ημπορούσε να τους διώξη την πείναν. Έμεινε λοιπόν η σταθερότης τους πολλά συντριμμένη.

Η Μπαμπέττα συνέκρουσε το ποτήριόν της και ο Ρούντυ ευχαρίστησε διά την πρόποσιν. Κατά την εσπέραν επήγαν όλοι περίπατον επεριπάτησαν την ωραίαν κατά μήκος των μεγαλοπρεπών ξενοδοχείων οδόν κάτω από τας παλαιάς καρυδέας· και τόσοι άνθρωποι ήσαν εκεί, τόσος συνωστισμός, ώστε ηναγκάσθη ο Ρούντυ να προσφέρη τον βραχίονά του εις την Μπαμπέτταν.

Μισεύοντας το λοιπόν και οι τρεις απάνω εις τρία καλά άλογα, επεριπάτησαν όλην εκείνην την νύκτα χωρίς να σταματήσουν πουθενά, και εις τα ξημερώματα εξεπέζευσαν διά να αναπαυθούν εις ένα μεγαλώτατον λειβάδι, στολισμένον με πολυποίκιλα λουλούδια, που έδιδαν μεγάλην ηδονήν εις την όρασιν, και άκραν ευχαρίστησιν εις την όσφρησιν· εις δε το τέλος του λειβαδιού, ήτον ένα παλάτι θαυμασιώτατον, με ένα περιβόλι πολλά ωραίον, και κοντά εις αυτό έτρεχεν ένα κρυσταλλώδες νερόν.

Και ευθύς εκαβαλίκευσαν τα άλογά τους και επήραν μίαν στράταν παράμερον αγνώριστοι, και όλην την ερχομένην ημέραν επεριπάτησαν έως που ενύκτωσε· και εκείνην την νύκτα εκοιμήθησαν εις ένα δάσος, και όταν εξημέρωσε πάλιν ακολούθησαν τον δρόμον των έως το μεσημέρι, οπού έφθασαν εις ένα λιβάδι σιμά εις την θάλασσαν, και έμειναν υποκάτω εις ένα δένδρον διά να αναπαυθούν από τον κόπον, και άρχισαν να συνομιλούν διά την ασέλγειαν των γυναικών των.