United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την πέμπτην ημέραν είχεν ήδη γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο εις την φυσικήν της κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίους σταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον μικράν και ακατοίκητον, από την οποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη εξαντλήσει και φονεύσαντες δύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν.

Σωκράτης Θα το κρίνης μόνος σου, Κρίτων, αν έχης την υπομονήν να ακούσης και τι επηκολούθησε κατόπιν· διότι επήραμεν πάλιν να εξετάσωμεν το ζήτημα και κατ' αυτόν τον τρόπον: Έλα να ιδούμεν, είπαμεν, αυτή η τέχνη του βασιλεύειν, εις την οποίαν τα πάντα υπόκεινται, κάμνει κάποιο έργον; ή δεν κάμνει κανένα; Δίχως άλλο θα κάμνη, είπαμεν εμείς μεταξύ μας. Και συ δεν θα έλεγες το ίδιον, Κρίτων;

Επήραμεν τον κατήφορον, και αφού διήλθομεν τρία ρέμματα, επεράσαμεν πολλά πλάγια και ρεβένια και εχώθημεν τέσσαρας φοράς εις την λάσπην. Είχε βρέξει προ τριών ημερών, και η υγρασία της γης θα διηυκόλυνε μεγάλως την εκσκαφήν του θησαυρού μας.

Παραλαβών δε αυτόν και άλλους πολλούς, οι οποίοι ηκολούθουν από περιέργειαν και θαυμασμόν, διέταξα όταν εφθάσαμεν εκεί να σκάψουν εις το μέρος όπου είδα να κρυφθή ο δαίμων• και όταν έσκαψαν ευρήκαν εις βάθος οργυιάς παλαιόν νεκρόν, του οποίου διετηρούντο μόνον τα κόκκαλα. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν αλλού, έκτοτε δε το σπήτι δεν ηνωχλήθη πλέον από φαντάσματα.

Ας είνε ωστόσο· αφού το θέλετε, ψάξτε, σκάβετε, σκάβετε· κάτι θα βρήτε· ή κόκκαλα, ή κοχύλια, ή λαλαρίδια. — Είπε, κ' επήρε δρόμον κατά το ρέμμα. Ημείς εμαζέψαμεν τα σύνεργά μας κ' επήραμεν τον ανήφορον, επιστρέφοντες εις το χωρίον.

Μας έδωκε δε και χιλίους Ιππογύπους να μας συνοδεύσουν μέχρις αποστάσεως πεντακοσίων σταδίων. Εις την συνέχειαν του ταξειδίου μας επεράσαμεν πλησίον πολλών και διαφόρων χωρών, εξήλθαμεν δε και εις τον Εωσφόρον, τότε συνοικιζόμενον, και επήραμεν νερόν.

Εκαθίσαμεν τέλος, επήραμεν εκόντες άκοντες το τσάι μας, και φαιδρύναντες ευσυνειδήτως το πρόσωπον ημών διά του ιλαρωτάτου των μειδιαμάτων, αποπειρώμεθα να μετάσχωμεν και ημείς της συνομιλίας. Το πράγμα δεν είνε τόσον εύκολον, όσον φαίνεται. Αν μάλιστα η πλειονοψηφία της ομηγύρεως είνε, ως συνήθως συμβαίνει, γυναικεία, μακρά θα ήνε η απόπειρα και ίσως μάταιος επί τέλους ο κόπος.

Και ύστερον από αυτά ο πατέρας μου και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και την εφέραμεν εις τον Κατή και μας εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον να αρνηθή την ειδωλολατρικήν θρησκείαν και διά να εορτάση τους γάμους μας, και ο πατέρας μου έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις όλους τους φίλους του.

Μην το κάμης και κριματισθώ! Και παρεμβάς ο Κιαμήλης και φιλήσας την άκραν του φορέματός μου: — Μη σας κακοφανή, είπε, γιατί δεν ήλθαμε να σας πάρουμε προτήτερα. Το μάθαμε πως είσθ' εδώ, και δύο μέραις τώρα γυρνούμε να σας εύρουμε. Όλα τα χάνια κατά σειράν επήραμεν. Όλη την πόλιν εκοσκινίσαμε. Μα εμείς, απλοί άνθρωποι, είμασθε σαν τα βώδια.

Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και είχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον. Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτος εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν, πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν προς διάφορα μέρη της θαλάσσης.