United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά το αυτό δε θέρος ο στρατηγός των Αθηναίων Δημοσθένης φθάνει μετά τεσσαράκοντα πλοίων εις την Ναύπακτον, ευθύς μετά την εκ της Μεγαρίδος αναχώρησίν του· διότι μετ' αυτού και μετά του Ιπποκράτους συνενοούντο Βοιωτοί τινες επί σκοπώ να μεταβάλουν το πολίτευμα των πόλεων και να καταστήσουν αυτό δημοκρατίαν, κατά μίμησιν των Αθηναίων προ πάντων δε κατ' εισήγησιν του εκ Θηβών εξορίστου Πτοιοδώρου απεφάσισαν τα εξής.

Ιακώβου λ. χ. όλη η αξία του παραπόνου του Ορλάνδου ότι ανατράφηκε σαν χωριάτης κι όχι σαν τζέντλεμαν καταστράφηκε από την πολυτέλεια της στολής του κ' οι λαμπρές φορεσιές του εξόριστου Δουκός και των φίλων του δεν είχαν καθόλου τον τόπο τους. Η ερμηνεία του κ. Lewis Wingfield, ότι οι πομπώδεις νόμοι της εποχής το απαιτούσαν αυτό, φοβούμαι ότι δεν είναι επαρκής.

Ότε δε ο Λεωνίδας ηναγκάσθη να φύγη εκ του ναού μακράν της Σπάρτης, η θυγάτηρ του Χειλωνίς προθύμως συνώδευσεν αυτόν εις την εξορίαν του, προτιμήσασα να συμμερισθή την δυστυχίαν του εξορίστου πατρός της, παρά την δόξαν του βασιλέως συζύγου της. Μετά τινα καιρόν οι φίλοι του εξορίστου Λεωνίδου κατόρθωσαν ν' ανακηρύξωσιν αυτόν πάλιν βασιλέα της Σπάρτης.

Οι Αθηναίοι όμως απέκρουσαν την αυθόρμητον ταύτην και γενναίαν συνδρομήν του εξορίστου Κίμωνος, και διέταξαν αυτόν ν' απομακρυνθή του στρατοπέδου. Αλλά και τότε ο Κίμων δεν αγανακτεί κατά των δυσπίστων συμπολιτών του· απ' εναντίας παρακαλεί θερμώς εκατόν πιστούς και αφοσιωμένους εις αυτόν φίλους του ν' αγωνισθώσι γενναίως, όπως η πατρίς θριαμβεύση

Η κωμωδία όμως αυτή εφαινότανε να μην έχη τέλος· τον έδιωχταν και τον έφερναν τον ήθελαν και δεν τον ήθελαν, οι διάδοχοι του δεν ευχαριστούσαν τον κόσμο και οι φίλοι του εξόριστου ενεργούσαν και τον ξανάφερναν. Καθώς και τον ξανάφεραν και αυτή τη φορά, ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια. Τώρα όμως και ο παππά Συνέσιος εφαινότανε ν' άλλαξε. Σκάνδαλα δεν άκουες να γίνουνται.

Εγώ, μωρέ, είμαι φτωχός, μα δεν κουνώ την ουρά μου κανενός για να μου δώση να φάω· τη δεκάρα την παίρνω με το σπαθί μου, με το άστε-ντούα.... Ου! να χαθής, παλιοζάγαρο, πρόστυχε, ξιππασμένε! — Πού ήσουνα, βρε Σακκουλέ; τον ηρώτησε κάποιος εκ των περιφερομένων εις την πλατείαν. — Ήμουν εξορία, απήντησεν ο επαίτης με σοβαρότητα πολιτικού εξορίστου. Φέρε τώρα μια δεκάρα! — Και ποιος σ' εξώρισε;

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αχ! Είν' αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα, που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον! ΠΡΙΓΚΗΨ Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ' εξύπνησαν, καϋμένε, εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε· του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη. Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν; ΠΡΙΓΚΗΨ Κύτταξ' εδώ να την ιδής.