United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα ταύτα τα εσκέπτετο ομού και συγκεχυμένα, βλέπων ασκαρδαμυκτί τον Κ. Πλατέαν και μη ευρίσκων τι ν' αποκριθή εις το απροσδόκητον ερώτημά του. Αλλ' εκείνος εξηκολούθησε σοβαρώς: — Άκουσε να σου ειπώ. Σου χρεωστώ την ζωήν, η ύπαρξίς μου σου ανήκει.

Και εξηκολούθησε διηγούμενος μετά ζωηρότητος τον μετά του Κ. Μητροφάνους διάλογον. Ο Λιάκος ήκουε μειδιών. Από χθες εσκέπτετο περί του συνοικεσίου τούτου, όσον δ' εσκέπτετο τόσον το εύρισκε καλόν και αρμοστόν.

Θαρρείς πως δεν είνε χίλιες βολές καλλίτερα στα όρη παρά στο χωριό; Αγρίμια μου λες εμένα; Είδες ποτέ σου αγρίμια; — Όι, δεν είδα. — Αι, καλλίτερα 'νε ταγρίμια από πολλούς ανθρώπους σαν τον Τερερέ, σαν ... Παρ' ολίγον να προσθέση «και σαν τον κύρη σου και τον αδερφό σου». — Ταγρίμια, εξηκολούθησε με πικρίαν, δεν παρανομιάζουνε τσ' ανθρώπους και δεν πειράζουν εκείνους που δεν τα πειράζουνε.

Μόνο να μη πηαίνωμ' ομάδη, γιατί άνε μάςε δη θα μάςε σκοτώση. Ο Μανώλης, τον οποίον δεν ετάραξεν ολιγώτερον το πράγμα, παρετήρησεν υπεράνω παρακειμένου φράκτου και διά μέσου των ελαιών διέκρινεν ένα Τούρκον κυνηγόν, ο οποίος εγέμιζε το τουφέκι του. — Ο Καουκάκης είνε, είπεν αναθαρρήσας. Και εξηκολούθησε συμπορευόμενος προς τα Λιβάδια και δεν έπαυε να την παρακαλή να φύγουν.

Εκοντοστάθη ολίγον μετά τινος αγνώστου τρόμου, αλλ' είτα επειδή τα πτηνά επανέλαβον το κελάδημά των, απέδωκε τον φόβον εις την ύποπτον του ανθρώπου φαντασίαν και εξηκολούθησε τον δρόμον χωρίς να είπη τι. Γειτόνισσαί τινες είνε πεπρωμένον να προβλέπωσι πάντοτε το κακόν, με την διαφοράν ότι τούτο ως επί το πλείστον αποβαίνει εις αγαθόν.

Ο γέρων μοναχός εξηκολούθησε με έξαρσιν: «Χρεμέτισον την φωνήν σου, η θυγάτηρ Γαλλήμ». «Και συντρίψει Κύριος την ύβριν της υπερηφανείας σου, ότι το στρήνος σου ανέβη εις τους μυκτήρας σου, και το κέρας σου συντριβήση». Όπου κι' αν χρεμετίση τινάς την φωνήν του, κι' αν ψηλώση το κέρας του, το κέρατό του θα συντριφθή, κ' η φωνή του θα λουφάξη.

Σ' την μέση θα μας έκοβεν, αν δεν μας εγλύτωνεν ο Άη-Νικόλας. Και μετ' ευλαβείας η Νεροφίδα διακόψας την διήγησιν έκαμε τον σταυρόν του. Όλοι τον εμιμήθημεν. — Είδατε, μωρέ παιδιά, το ασημένιο καραβάκι; Εξηκολούθησε πάλιν η Νεροφίδα.

Είθε το φως να εισέλθη εις την ψυχήν του και εις την ιδικήν σου. Δεν είσαι χριστιανός και δεν επιθυμώ η αλήθεια να θριαμβεύση του ψεύδους! — Ναι, απεκρίθη ταπεινώς ο Ούρσος. Ο Χίλων ανέλαβεν εντελώς το θάρρος του. Επιθυμών να μάθη πώς συνέβησαν τα γεγονότα μετά την απαγωγήν της Λιγείας, εξηκολούθησε με αυστηράν φωνήν ως δικαστής: — Τι εκάματε τον Κρότωνα; Λέγε και μη ψεύδεσαι.

Το καρφίον δεν απεσπάτο ευκόλως. — Τι είναι αυτά, Νίκο! Δεν αρκεί ότι ωτακουστούμεν, θ' αρχίσωμεν τώρα και ν' ανοίγωμεν τους τοίχους! Ο Νίκος δεν απεκρίθη, αλλ' εξηκολούθησε την εργασίαν του. Το καρφίον ενδίδον εις τον κλονισμόν των δακτύλων του εχαλαρώθη βαθμηδόν και εξήχθη από τον τοίχον και από το κέντημα.

Εν τούτοις ο Κλεινίας είχεν αποκριθή εις τον Ευθύδημον, ότι μανθάνουν όσα δεν γνωρίζουν εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος εξηκολούθησε να τον ερωτά κατά τον αυτόν τρόπον καθώς και πρότερον: — Δεν μου λέγεις, Κλεινία, γνωρίζεις τα γράμματα; — Τα γνωρίζω. — Μα όλα; — Όλα. — Αλλά όταν ένας απαγγέλλη κάτι τι, δεν απαγγέλλει γράμματα; — Βεβαίως.