United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδίαις χερσί και ο Φωκίων ήντλει το ύδωρ, ενώ η ενάρετος σύζυγός του εζύμονε τον άρτον του οίκου της. Εάν αγαπάτε λοιπόν την πατρίδα, αγαπήσατε εκ νεότητός σας και την εργασίαν. Αποστράφητε δε την αργίαν, δια να μη αποστραφή υμάς η πατρίς.

Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ; — Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα, εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία, αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του.

Πρωταγόρας Μάθε λοιπόν, είπεν, ότι καθώς προχωρεί το τραγούδι λέγει κάπου, ότι «ο λόγος του φιλοσόφου Πιττακού διόλου δεν μου αρέσει, αν και τον έχει είπη άνθρωπος σοφός, όταν λέγη ότι είναι δύσκολον να είναι τις ενάρετος». Καταλαβαίνεις ότι αυτός ο ίδιος λέγει και αυτά και εκείνα τα προηγούμενα; Σωκράτης Το ηξεύρω είπον εγώ. Πρωταγόρας Σου φαίνεται λοιπόν, είπεν, ότι αυτά είναι σύμφωνα;

Και θα έλεγεν ίσως απ' εδώ ο Πρόδικος και πολλοί άλλοι, σύμφωνα με τον Ησίοδον, ότι το να γείνη μεν κανείς ενάρετος είναι δύσκολον, διότι οι θεοί έθεσαν έμπροσθεν τούτου της αρετής ιδρώτα· όταν δε φθάση κανείς εις την κορυφήν αυτής, τότε, αν και είναι εις την αρχήν δύσκολος, έπειτα γίνεται εύκολον να την αποκτήση. — Ο μεν Πρόδικος λοιπόν, άμα ήκουσε ταύτα, μ' επήνεσε· ο δε Πρωταγόρας είπε·

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Παρήγγειλε να σου ειπώ, ως νέος τιμημένος, κ' ευγενικός, και αγαθός, και καλοκαμωμένος, κ' ενάρετος αληθινά... Η μάνα σου πού είναι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Η μάνα μου; η μάνα μου πού είναι; — Είναι μέσα. Και πού θα ήναι; θαυμαστήν απόκρισιν μου δίδεις: «Παρήγγειλε να σου ειπώ ως νέος τιμημένος, «πού είν' η μάνα σου».

Πρόδικος Άλλο, μα τον Δία, είπεν. Σωκράτης Και λοιπόν είπον εγώ, εις μεν τους πρώτους στίχους δεν είπεν ο Σιμωνίδης την ιδικήν του γνώμην, ότι δηλαδή είναι δύσκολον να γείνη κανείς αληθινά ενάρετος άνθρωπος; Πρόδικος Αληθινά λέγεις, είπεν. Σωκράτης Τον Πιττακόν δε, είπον εγώ, κατηγορεί ο Σιμωνίδης όχι, όπως νομίζει ο Πρωταγόρας, ότι λέγει τα ίδια που είπε προτύτερα, διότι είπε άλλο.

Αλλά ποίοι από τους δύο λέγεις ότι δεν θέλουν να πηγαίνουν εις τον πόλεμον, εν ώ τούτο είναι πράξις ωραία και ενάρετος; Πρωταγόρας Οι δειλοί, είπεν αυτός. Σωκράτης Εάν τούτο είναι πράξις ωραία και ενάρετος, είπον εγώ, δεν είναι και πράξις ευάρεστος; Πρωταγόρας Το έχομεν παραδεχθή βέβαια, είπε.

Σωκράτης Δι' αυτόν λοιπόν τον λόγον και κατηγορεί, είπον εγώ, Πρόδικε, τον Πιττακόν, ο οποίος λέγει ότι είναι δύσκολον να είναι κανείς ενάρετος, ωσάν να τον ήκουε να λέγη ότι είναι κακόν πράγμα να είναι κανείς ενάρετος.

Διά ποίαν λριπόν αιτίαν εγώ λέγω αυτά; Διά να ιδήτε ότι αυτός είναι ο παλαιός τρόπος της φιλοσοφίας, κάποια δηλαδή λακωνική κοντολογία· και του Πιττακού λοιπόν, ιδιαιτέρως περιεφέρετο και εγκωμιάζετο από τους σοφούς αυτό το λόγιον, ότι «δύσκολον είναι να είναι κανείς ενάρετος». Ο Σιμωνίδης λοιπόν, επειδή δεν ήθελε να τον περάση κανείς εις την σοφίαν, ενόησεν ότι, αν ρίψη κάτω αυτό το λόγιον ωσάν φημισμένος αθλητής και το νικήση, αυτός θα εφημίζετο τότε μεταξύ των τότε ανθρώπων.

Και είπε προς τον βοσκόν: — Δεν είναι παράξενον. Δεν είναι παράξενον μπάρμπα-Γιωργό, παιδί μου. Αι ψυχαί των μακαρίων αγαπούν να συναναστρέφωνται με τους ζώντας, ως αι ψυχαί των αγίων, επισκεπτόμεναι τους αγαπημένους των, τα σπίτια των, τα αμπέλια των, παν ό,τι ηγάπησαν τρυφερώτερα εις τον κόσμον αυτόν. Η Κουκκίτσα μου ήταν ενάρετος. Ξεύρω κ' εγώ!