United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νέος ίστατο πλησίον του αιγιαλού, όπου αλλεπάλληλα μετ' ελαφρού φλοίσβου προσπίπτοντα τα κύματα κατεπίνοντο υπό της άμμου, χωρίς ν' αποκάμνωσι ταύτα από το αιώνιον μονότονον παιγνίδιον, χωρίς να χορταίνη εκείνη από το αιώνιον αλμυρόν πότισμα.

Ότε με είδεν, ηγέρθη, έντρομος, ίνα φύγη, αλλά δι' ελαφρού νεύματος προσεκάλεσα εαυτόν να εισέλθη. Ανασκιρτήσας τότε δι' ενός πηδήματος ευρέθη προ εμού γονυπετής, αλλ' ούτε να με εγγίση ούτε λέξιν να προφέρη, ούτε τους οφθαλμούς να σηκώση ετόλμα ο δυστυχής νεανίας.

Όπισθεν αυτών ήρχετο ο Μάρκελλος ο υπολοχαγός του Ανθυπάτου, μαζύ με τελώνας σφίγγοντας υπό μάλης ξυλίνας πλάκας. Ο Αντίπας προσεφώνησε ονομαστί τους κυριωτέρους εκ των περί αυτόν. Τον Τολμαή, τον Καντέραν, τον Σιών, τον Αμώνιον τον Αλεξανδρινόν ο οποίος του ηγόραζεν άσφαλτον, τον Νααμάν αρχηγόν του ελαφρού πεζικού, και Ιωακείμ τον Βαβυλώνιον. Ο Βιτέλιος εστράφη και είδε τον Μαναή.

Έπειτα εβρέχοντο υαλίζουσαι, ως δροσισμένα μήλα, αι δύο κατακόκκιναι παρειαί του, και τέλος ήρχιζε να συγκινήται το μακρύ-μακρύ παλτό του, τρέμον, ως αεριζόμενον υπό ελαφρού πνεύματος, με μίαν λαδιάν, μεγάλην-μεγάλην δεξιά, και μίαν άλλην ομοίαν αριστερά, οπού κατεστάλλαζον, θαρρείς, τα δάκρυά του.

Εφαίνετο ότι έμελλε να λιποθυμήση, εγώ δ' έσπευσα να λάβω από του παρακειμένου θαλάμου φιαλίδιον ελαφρού οίνου, συστηθέντος υπό των ιατρών.

Δεν θα ήξευρε να είπη επί πόσην ώραν ήτο βυθισμένος εις τας σκέψεις του τας μελαγχολικάς, όταν την στιγμήν εκείνην ηνοίχθη, μετ' ελαφρού κρότου, η θύρα του δωματίου. Ο Κλέων έστρεψε την κεφαλήν. Με βήμα δειλόν, ωσάν σκιά, εισήλθε μία γυνή . . . Εστάθη, στηριχθείσα επί του ημίσεως θυροφύλλου, του κλειστού, με την κεφαλήν κάτω νέουσαν . . . Την εξέλαβεν ως επαίτιδα και επροχώρησε προς αυτήν.

Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά, — αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.

Αύτη δεν είχεν ανάγκην περιφράσεων προς ταύτα, αλλά διηγήθη τα πράγματα, οία συνέβησαν. Το ήμερον δε και πράον του ήθους αυτής μετεδόθη και εις τον ακροατήν της, και δεν ωργίσθη ούτος. — Και διατί δεν μου το έλεγες τότε; είπεν ο Μόχτος μετ' ελαφρού μεμπτικού τόνου.

Τέλος ήλθε στιγμή, οπότε η αρχαία φύσις του επεκράτησε και πάλιν. Του εφάνη ότι ήτο πολύ μωρός να γεμίζη την κεφαλήν του από πράγματα, τα οποία λύπην μόνον του είχον προξενήσει. Απεφάσισε να λησμονήση την Λίγειαν και ερρίφθη εις τον ανεμοστρόβιλον και εις τας ηδονάς του ελαφρού βίου, με την συνήθη ορμητικότητά του.

Αυτήν την αποζημίωσιν έλαβε παρά του Ποσειδώνος διά την παρ' αυτού εγκατάλειψίν της. Εις την νήσον εκείνην εμείναμεν επί πέντε ημέρας και την έκτην ανεχωρήσαμεν, ωθούμενοι υπό ελαφρού ανέμου επί λείας θαλάσσης• την δε ογδόην ημέραν, ότε πλέον είχαμεν εξέλθει από το γάλα και επλέαμεν εις αλμυρά και κυανά νερά, βλέπομεν ανθρώπους πολλούς να βαδίζουν εις την επιφάνειαν της θαλάσσης.