United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλην πάλιν τρικυμιώδη νύκτα αφυπνιζομένη έντρομος και νομίζουσα, ότι το τέκνον της κοιμάται πλησίον της: — Παιδί μου! εκραύγαζεν. Αλλ' ο Μανώλης εκοιμάτο από ετών πλέον με την «Γαλονομμάταν» του.

— Α! εκραύγαζεν ο Κοψαχείλης, με κομμένον το άνω χείλος, άδων συνάμα την «Γιαννούλαν» και ρίπτων λοξά βλέμματα προς την φωταυγή εστίαν, παρά την οποίαν η ωραία χήρα κατεσκεύαζε τας τηγανίτας, ίνα κολακεύση την λαιμαργίαν των εργατών και αποθλίψωσι κανονικώς το έλαιον αυτής.

Είχε γείνει η πρώτη εις την κολυμβήθραν κατάδυσις, και ο παπάς εβάπτιζε «την δούλην του Θεού Αχλαδίαν», ότε η Σαϊτανικολίνα επλησίασε και με φωνήν διστακτικήν του είπεν: — Αγλαΐα είνε τόνομα, αφέντη παπά, Αγλαΐα. Ο ιερεύς διακόψας το βάπτισμα και κρατών μετέωρον το νήπιον, το οποίον εκραύγαζεν, απήντησεν: — Αγλαΐα, Αχλαδία το ίδιο είνε. Κατέχω κεγώ με τα ονόματα που πάτε και βγάνετε;

Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας. — Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα. — Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί.

Εκραύγαζεν ωργισμένος ακόμη, ο καπετάν-Παρμάκης, ως όταν εις το κατάστρωμα της «Ελένης» του, του έπταιον όλα, διότι ηναγκάζετο να μένη ακίνητος εις τον έρημον όρμον ένεκα των εναντίων ανέμων.

Αν δε διαβόλου συνεργεία επεφοίτα αίφνης εν μέσω των σπουδαίων εκείνων ασχολιών του η ράβδος του διδασκάλουδιότι οι διδάσκαλοι τότε είχον, ως ενθυμείσαι βέβαια, και λόγον και ράβδον, — ο Σοφής δεν εκραύγαζεν εκ πόνου, ούτε εταράττετο, ούτε επορφυρούτο καν εξ αιδούς ή οργής.

Ο λαός, πεισθείς υπό των ιερέων του, εκραύγαζεν υπέρ της απολύσεως του στασιαστού και του ληστού. Προς τούτον πάσα χειρ ωρέγετο, και υπέρ τούτου πάσα φωνή υψούτο, υπέρ του Αγίου, του Ακάκου, του Αμώμου, υπέρ εκείνου ον μύρια Ωσαννά είχον προσαγορεύσει πέντε ημέρας πρότερον, ουδέ λέξις ελέους ή συνηγορίας εύρεν έκφρασιν. «Το είδος Αυτού άτιμον και εκλείπον προς πάντας τους υιούς ανθρώπων».

Κατά δε τα Χριστούγεννα, επανελθών πάλιν εξ Αθηνών, οπού και πάλιν υπηρέτησεν ως ένορκος ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το καποτάκι του, τα οποίον ήτο σκληρόν ως δέρμα αγριμίου, εκραύγαζεν ωργισμένος, ένα δειλινόν, από κάτω από τα παράθυρα της Θωμαής, κατηγορών τον Λαλεμήτρον: — Ακούς εκεί!