United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ τούτων τα μάλλον σκληρά δι' αυτόν υπήρξαν η αυτοκτονία του αδελφού, τοσούτω τραγικωτέρα καθ' όσον εδέησε να την αποκρύψη από την μητέρα του, ο θάνατος του Τρικούπη εις ον μέχρι τέλους έτρεφεν απεριόριστον αγάπην και πίστιν και ου μαθών το θλιβερόν τέλος εδάκρυσε πικρώς , τέλος αι εθνικαί μας αποτυχίαι: η πτώχευσις του 1893 και ο πόλεμος του 1897.

Δεν είνε δουλειά σου ν' ανακατώνεσαι! λένε ψέμματα· εγώ δεν αγαπώ, δεν αγάπησα κανένα. Η Μπέλλα εδάκρυσε και ο Αντωνέλλος ετράπη εις φυγήν. Ο Αντωνέλλος εδόθη με πλειότερον ζήλον εις την εργασίαν, ήτο δε η ψυχή του πλοίου, το οποίον, μετά το συνοικέσιον, μετωνομάσθη «Μπέλλα» προς τιμήν της αδελφής. Μόνον ο χαρακτήρ του ηλλοιώθη επί το χείρον.

Η ομιλία αύτη εγένετο ενώπιον του οκταετούς Θωμά, όστις αγαπών τον πάππον του, επερίμενε τεθλιμμένος να ίδη οποία θέλει είσθαι η έκβασις των σκληρών λόγων του πατρός του. Ο γέρων εστέναξε βαθέως, εδάκρυσε, και παρεκάλεσε τον εγγονόν του Θωμάν να τω φέρη εκ του παρακειμένου δωματίου έν μάλλινον κάλλυμα, διά να έχη αυτό ως στρώμα και εφάπλωμα εις την πλανητικήν και ύπαιθρον ζωήν του.

Συνεκινήθη τότε και ο γέρων, εδάκρυσε, μας ησπάσθη, και μας ηυλόγησεν· η δε συγκίνησις αύτη τω επέβαλεν επί τινα ώραν σιωπήν, την οποίαν επί τέλους διέκοψε διά των ακολούθων λόγων, οίτινες βαθέως έμειναν εντυπωμένοι εις την ψυχήν μου, και ζωηροί πάντοτε επανέρχονται εις τα ώτα μου.

Τότε και ο εκ Σάμου Αγαθοκλής, στρατηγός του Αλεξάνδρου και ευνοούμενος παρ' αυτού, παρ' ολίγον να ριφθή εις τους λέοντας, διότι εσυκοφαντήθη ότι διερχόμενος πλησίον του τάφου του Ηφαιστίωνος εδάκρυσε.

Μετά τοσαύτα και τοιαύτα σημεία πορευθείς ο Αμπελογιάννης προς τον γηραιόν πατέρα ανήγγειλεν αυτώ ην είχεν αμετάτρεπτον απόφασιν να παραιτήση τον ποιμαντικόν βίον και να επιδοθή εις το πολεμικόν στάδιον. Ματαίως εδάκρυσε γονυπετής ο γέρων, πειρώμενος ίνα τον μεταπείση. Ο Αμπελογιάννης ησπάσατο την χείρα του γεννήτορος και απήλθε.

Προσθέτουσι δε οι Αιγύπτιοι ότι ο Κροίσος, όστις έτυχε να ακολουθή τον Καμβύσην εις την Αίγυπτον, εδάκρυσε και αυτός, εδάκρυσαν δε και όλοι οι παρευρεθέντες Πέρσαι. Αυτός δε ο Καμβύσης εκινήθη εις οίκτον και αμέσως διέταξε και τον υιόν του να σώσωσιν εξαιρούντες αυτόν από τους άλλους καταδίκους και τον Ψαμμήνιτον να λάβωσιν από το προάστειον και να τον φέρωσιν εις την οικίαν του.

Ο ναύκληρος ενθυμηθείς την οικογένειάν του και την ενορίαν του, τον ίδιον εαυτόν του ενθυμηθείς, ότε ήτο παιδίον, εδάκρυσε, και ήρχισε να διηγήται ωραία επεισόδια του νεανικού του βίου, ότε μια χρονιά ο εφημέριος τον ανεβίβασεν εις το κωδωνοστάσιον επάνω να κτυπήση την μεγάλην καμπάνα, έλεγε, και αυτός από το ισχυράν καμπάνισμα την έσπασε, κ' εκρότει έπειτα την ημέραν της εορτής ως ραγισμένη λάγηνος.

Και τότε εν τη ευδία εκείνη, ήρχισαν να επιπλέωσι πάλιν εις την μνήμην του προσφιλείς του παρελθόντος εικόνες, το μικρόν χωρίον του και η σύζυγός του. Ταύτα λέγων ο Λαλεμήτρος εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, πληρωθέντας δακρύων. Η Θωμαή ωσαύτως εδάκρυσε. — Τότε σου έγραψα το πρώτον γράμμα, είπεν ο Λαλεμήτρος. — Δεν λάβαμε γράμμα σου, διέκοψεν η Θωμαή.