United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τούτο το αναμεταξύ, επλησίασαν εκείνα τα δύο όρνεα Ροκ, με μεγάλην και φοβεράν κραυγήν εις τον αέρα· αλλ' επολλαπλασίασαν τες φωνές, όταν είδαν το μεν αυγόν εις κομμάτια τσακισμένον, το δε πουλί τους χαμένον και σκοτωμένον, και, με σκοπόν διά να εκδικηθώσιν, εγύρισαν όθεν ήρχοντο και εις ολίγην ώραν έγειναν άφαντα εις μερικόν διάστημα καιρού.

Εις την ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η βασίλισσα τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της επάνω εις ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν. Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους.

Ο βασιλεύς Βαχμάν έμεινε προς τα ξημερώματα κατά πολλά εκστατικός, οπόταν ήκουσε πως ο εχθρός έφυγε κακώς έχοντας· και ευθύς εβγαίνοντας από την Γάζναν με το στράτευμά του, έκαμε μεγάλον φθαρμόν εις τους φεύγοντας εχθρούς· έπειτα εγύρισεν εκεί που ήτον το στράτευμά του και όλοι εγύρισαν με διάφορα κούρση καταφωρτωμένοι εις την Γάζναν.

Άλλως τε νομίζω ότι εφοβούντο και την κρίσιν του Ραδαμάνθυος, καθ' ότι είχον αναιρέσει και το κριτήριον. Τινές εν τοσούτω εξ αυτών ελέγετο ότι είχον αποφασίσει και ηκολούθησαν τους ερχομένους, αλλ' εκ νωθρότητος καθυστέρησαν και επειδή δεν εννόουν εγύρισαν εκ του μέσου της οδού . Αυτοί ήσαν οι αξιολογώτεροι εκ των ευρισκομένων εκεί.

Εις τέτοιαν διήγησιν ο βεζύρης και οι λοιποί εγύρισαν προς εκείνον που εναντιώνονταν επάνω εις αυτό και τον ωνείδισαν διά την απιστίαν του. Αυτός όντας σταθερός εις την γνώμην του, έπασχε με κάθε τρόπον να βεβαιώση τον βασιλέα πως είνε αδύνατον ο προφήτης να υπανδρευθή με την θυγατέρα του, και πως αυτό είναι ένα μέγα ψεύμα.

Ευθύς που αυτός με είδε να φθάσω εις την ηλικίαν είκοσι χρόνων, εγύρευσε διά να με υπανδρεύση· έκαμε να έλθουν ένας μέγας αριθμός από σκλάβες νέες και πολλά ωραίες. Εγώ τες εστοχάσθηκα όλες αδιαφόρως, και δεν εστάθη καμμιά που να μου κλίνη την θέλησίν μου. Αυτές εγύρισαν ωσάν κατησχυμένες από την εντροπήν τους, που δεν ημπόρεσε να λαβώση καμμιά την καρδιά μου.

Τα γλυκοχαράμματα, αφού έφεραν γύρον με τα βιολιά, ο κουμπάρος και οι οικείοι, εγύρισαν οπίσω υπό την οικίαν και έμελψαν τα πιστρόφια. Όλην την εσπέραν και μέχρι βαθείας νυκτός, και την πρωίαν της επιούσης ακόμη, ο Στάθης δεν ανήλθεν εις την μικράν οικίαν, όπου ευρίσκετο ο ασθενής αδελφός του.

Ο βασιλεύς σηκώνοντάς την της είπε, να μην φοβάσαι τίποτα· και έπειτα την ερώτησε το ποία ήτον, και αυτή εν συντομία του επλήρωσε την περιέργειαν· και ύστερον που έμαθε το ποία ήτον, επήρε τον Κουλούφ, και μισεύοντας από εκεί εγύρισαν εις το παλάτι του. Τα αστεία μετωρίσματα, που έκαμεν η Δηλαρά προς τον Κουλούφ, επάνω εις την Γολεδάμ, αγαπητικήν του βασιλέως, επροξένησαν κακά αποτελέσματα.

Τότε εγώ επρόσταξα τους φύλακας, και επήγαν ομού με την Αραούγιαν, και μετ' ολίγον εγύρισαν φέροντες τρεις βαστάζοι τρία ντουλάπια έμπροσθέν μου. Τότε η Αροούγια μου είπεν· εις ετούτα τα ντουλάπια ευρίσκονται οι μάρτυρες μου, πρόσεχε διά να τους ιδής, και έτσι λέγοντας εβγάζει τρία κλειδιά, με τα οποία ανοίγοντας τα ντουλάπια έβγαλε εις το φως τους τρεις τρισαθλίους αγαπητικούς της.

Του Τρία οι κατάδικοι, δεκαφτά όλοι, βαρυποινίτες, και δύο τρεις πλημμελήτες αλαφρόποινοι, απλωμένοι τόρα αμέριμνοι μες το προάβλιο, στα πόδια τους μαρμάρωσαν σαν άκουσαν τη μανιακή του Βλαχογιώργου διαταγή. Εγύρισαν όλοι· είδαν το φοβερό λεπίδι που τόπαιζε ψηλά στο χέρι ξεμανίκωτο, σα να τους εφοβέριζε όλους να τους περάση από την κόχη του. Ενόησαν και το φριχτό θυμό του πως θα ξέσπαγε.