United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Α! μα το Θεό, την λυπάμαι· είπεν ο ερωτότροπος Μάιος, θωπεύων τον ξανθόν μύστακά του φιλαρέσκως. — Τέτοιο κλήμα και να μην τρυγέται! επρόσθεσεν ο Τρυγητής. — Εγώ λυπάμαι το Μάρτη· είπε σοβαρώς, διακόψας τα ήκιστα κολακευτικά επιφωνήματά των, ο Άι Δημήτρης· γρήγορα θα πέση τ' αγριογούρουνοτην αυλή του. — Και θα καρπίση το μέτωπό του· διεκοψε καγχάζων ο Δεκέμβριος.

Μετά μικρόν εισήλθον εις την αίθουσαν των ξένων πάντες οι μοναχοί με τα πρόσωπα αυτών τα ωχρά και τα βλέμματα τα απλανή πλην περίεργα και τους πώγωνας τους μακρούς. Ο αρχηγός εξήγαγεν ήδη ογκώδη φάκελλον, ον προσεπάθει ν' ανοίξη, οι δε μοναχοί προσήγγιζον εν κύκλω διά ν' ακούσωσιν. Ήτο εκεί ο κηπουρός με τον μικρόν σκαλιστήρα, διακόψας την εργασίαν του.

Ο Κέβης λοιπόν, διακόψας τον λόγον, είπε: Μα τον Δία, Σώκρατες, καλά βέβαια έκαμες να μου το ενθυμίσης.

Διακόψας ενταύθα τον λόγον όπως επ' ολίγον αναπαυθή και ροφήση νέαν δόσιν ρακής, εξηκολούθησεν έπειτα διά φωνής, της οποίας αδύνατον μοι είνε να λησμονήσω ή να περιγράψω την αθυμίαν· «Πάντα όσα μέχρι τούδε σε είπον είνε μικρά, ασήμαντα και ανάξια παντός λόγου, παραβαλλόμενα προς άλλην τινά μυριάκις φοβερωτέραν και αναπόδραστον συνέπειαν της προόδου της επιστήμης και του πολιτισμού.

Τούτο δε είναι αδύνατον, εάν η ψυχή μας δεν υπήρχε κάπου προτού να έλθη μέσα εις αυτήν την ανθρωπίνην μορφήν, ώστε και υπό ταύτην την έποψιν φαίνεται ότι η ψυχή είναι πράγμα τι αθάνατον. Αλλά, Κέβη, είπεν ο Σιμμίας διακόψας, ποίαι είναι αι αποδείξεις τούτων των πραγμάτων, ενθύμισέ μου αυτάς, διότι πολύ πολύ δεν τας ενθυμούμαι εις αυτήν την στιγμήν.

Διακόψας ύστερον τας σπουδάς του, επανέλαβεν αυτάς το 1873, ελθών εις Αθήνας και φοιτήσας εις την τετάρτην γυμνασιακήν τάξιν. Το επόμενον έτος ενεγράφη εις την εν τω Εθν. Πανεπιστημίω Φιλοσοφικήν Σχολήν, εν η ηκροάτο μαθήματά τινα φιλολογικά, ησχολείτο δε κατ' ιδίαν εις την εκμάθησιν ξένων γλωσσών.

Εφοβήθη και ηθέλησε ν' αποσυρθή απαρατήρητος, αλλ' αίφνης ο γέρων, διακόψας την λογομαχίαν, τον ηρώτησεν αποτόμως εκ του βάθους της αποθήκης: — Τι αγαπάτε, Κύριε Λιάκε; — Επεθύμουν να σας είπω δύο λέξεις, αλλά σας απασχολώ. Έρχομαι άλλην ώραν. — Περάσετε εις το γραφείον μου. Έρχομαι αμέσως.

Βαθμηδόν η απορία μετεβλήθη εις στενοχωρίαν. Συνέλαβε την ιδέαν μήπως... Αλλά δεν ήτο άνθρωπος να κρύπτη ό,τι ήρχετο εις τον νουν του. Εστάθη εις το μέσον του δρόμου διακόψας και τον περίπατον και την ομιλίαν του Λιάκου και στραφείς προς αυτόν, — Τι μου τα λέγεις αυτά; τον ηρώτησε. Τι μου την εγκωμιάζεις; Μη έβαλες εις τον νουν σου να μου την φορτώσης; Ο Λιάκος έμεινεν ως εμβρόντητος.

Σ' την μέση θα μας έκοβεν, αν δεν μας εγλύτωνεν ο Άη-Νικόλας. Και μετ' ευλαβείας η Νεροφίδα διακόψας την διήγησιν έκαμε τον σταυρόν του. Όλοι τον εμιμήθημεν. — Είδατε, μωρέ παιδιά, το ασημένιο καραβάκι; Εξηκολούθησε πάλιν η Νεροφίδα.

Τι να σε κάμω, παιδί μου; Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως: — Τώνομά σου, παιδί μου; — Θανάσης! — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; Εγώ θάβγαινα — — Λάδισυνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν ατάραχος: — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου.