United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νυξ ήτο ασέληνος και γλυκεία, και μόνοι οι αστέρες εκατοπτρίζοντο εις το ρεύμα της Φούλδας• αλλ' εφ' όσον επλησίαζον οι νεανίσκοι προς την Μονήν, διέκρινον μεταξύ των δένδρων ερύθημα ωσεί μεγάλης τινός πυρκαϊάς. Αλώπεκες, έλαφοι και αγριόχοιροι γιγαντιαίοι έφευγον πέριξ αυτών μετά τρόμου, τα δε νυκτερινά πτηνά ανεζήτουν το σκότος της φωλεάς ατάκτως υπεράνω της κεφαλής των πτερυγίζοντα.

Η σελήνη είχε περικαλυφθή εις νέφη. Διέκρινον εις το σκιόφως το μαρμάρινον κτίριον, και δεν ενόουν τίποτε. Μου εφάνη ότι πράγμα τι εξεπήδησεν εκείθεν του τοίχου και ετράπη εις φυγήν ίσως ήτον αγριόγατος ή νυφίτσα θηρεύουσα εις το σκότος. Επανήλθον εις τον ναόν, κ' έκαμα τον σταυρόν μου. Εκάθισα πάλιν εις το στασείδιον.

Κυρ Σπυράκη, ανέκραξεν ο Παντελής χωρίς να εγερθή. Βλέπω τον καπνόν. — Δεν είναι ακόμη ώρα να φανή το ατμόπλοιον! — Το βοηθεί ο άνεμος, επρόσθεσεν ο Παντελής. Ο Κ. Σπυράκης, περικλείων τους οφθαλμούς διά των χειρών, παρετήρησε τον ορίζοντα, όπου οι ιδικοί μας αγύμναστοι οφθαλμοί δεν διέκρινον ούτε καπνόν, ούτε τίποτε. — Πραγματικώς! ανέκραξε.

Τελευταίον όταν επλησίαζον αρκετά εις το εχθρικόν στρατόπεδον, ώστε διέκρινον τους περί τας φωτίας στρατιώτας, του αναγγέλλουν οι περί αυτόν ότι οι λοιποί δεν έρχονται και ότι είναι κίνδυνος μόνοι των, ενώ είναι τόσον ολίγοι, να παρουσιασθώσι πλησίον εις τον εχθρόν· αυτός μ' όλον τούτο επέμενεν εις το να προχωρή και μόλις επείσθη από τας παρακινήσεις των φίλων του να σταθή ολίγον μακράν από τας προφυλακάς του εχθρού, επί λόγω του να συσσωματωθώσιν όλοι ομού πριν εννοηθώσιν από τους εχθρούς.

Από τους πυρακτουμένους και ερυθραίνοντας ουρανούς και από τα συναγόμενα νέφη ηδύναντο να προείπωσιν ότι βροχή θα πέση ή ότι θα πνεύση καυστικός άνεμος. Πώς δεν διέκρινον τα σημεία των καιρών; Ας επιληφθώσι της παρούσης ευκαιρίας όπως ποιήσωσιν ειρήνην προς τον Θεόν. Διά τους ανθρώπους και διά τα έθνη έρχεται ώρα, και είνε πολύ αργά. Κ' εδώ φαίνεται να ετελείωσεν ο λόγος Του.

Εμπρός· έλεγεν αύτη, κρύπτουσα απ' εκείνου την συγκίνησιν και τον κρύον φόβον της. Ούτω εξηκολούθησαν πλανώμενα επί πολύ εις το σκότος το μαύρον όσον και η τύχη των. Ότε δε διέκρινον εις τον ορίζοντα το γλυκοχάραγμα της ημέρας, ανέπνευσαν ελευθέρως ως να εσώθησαν από του κινδύνου.

Πατούντες μετά προφυλάξεως και ολισθαίνοντες επί του υγρού εδάφους έφθασαν εις το βάθος της σκοτεινής κοιλάδος, υπό τας πλατάνους, όπου δεν διέκρινον πλέον την ατραπόν, και δεν ηδύναντο να προβώσι. Μεταξύ των υψηλών τούτων δένδρων έκειτο κτίριόν τι ή μάλλον ερείπιον. Ήτο δε τούτο παλαιός νερόμυλος του μοναστηρίου, διότι δεν είχον εξέλθει εκ της περιοχής.

Εμπρός· όποιος πηγαίνει εμπρός ποτέ δε χάνει. — Ποιος θα μας βοηθήση, ποιος θα μας σώση;. . . — Εκείνος. . . όταν έρθη καιρός. . . Και η Κυρά Καλή ύψωσε τον δάκτυλον εις τον ουρανόν. Τα παιδία νομίζοντα ότι θα έβλεπον κάποιον προστάτην, ύψωσαν μετ' ελπίδος τους οφθαλμούς εις τον ζοφερόν αιθέρα, αλλά τίποτε δεν διέκρινον. Και όταν τους εχαμήλωσαν, δεν ήτο μαζί των ούτε η Κυρά Καλή.

Τότε ηκούσθη εν τω κήπω συγκεχυμένος θόρυβος, εν ώ διέκρινον την φωνήν του μικροτέρου μου αδελφού κράζοντος: — Εδώ! εδώ μέσα κοιμάται! Φλόγες πυρσών και λαμπάδων εφώτισαν αιματηρώς τους επί των τοίχων κισσούς, και λάμψις ξιφών και τουφεκιών εχώρησε δια της μικράς θύρας προς το περίπτερον. Ήτον η αστυνομία! Η θύρα μου ηνεώγη μετά πατάγου και πρώτος εισήλθεν ο αδελφός μου.

Οι ημίκλειστοι οφθαλμοί μου μόλις διέκρινον έν φως μετακινούμενον ένθεν και ένθεν, το φως της κρεμαμένης λυχνίας, ήτις μεταμορφώθη εις την αποκαμούσαν διάνοιάν μου εις εκκρεμές φωτεινόν, τας κανονικάς κινήσεις του οποίου παρηκολούθουν, ότε ακούω επάνω κραυγήν γοεράν. — Αλλέστα! Ανήλθον επί του καταστρώματος ως αποδιωχθείς υπ' αγνώστου φόβου.